τυραννοκτονία: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />meurtre | |btext=ας (ἡ) :<br />meurtre d'un tyran.<br />'''Étymologie:''' [[τυραννοκτόνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:35, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A the slaying of a tyrant, Ph. ap. Eus.PE 8.14, J.AJ19.1.10, Plu.Pel.34, Luc. Tyr.22.
Greek (Liddell-Scott)
τυραννοκτονία: ἡ, ὁ φόνος τυράννου, Λουκ. Τυραννοκτόνος 22, Πλούτ., κλπ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
meurtre d'un tyran.
Étymologie: τυραννοκτόνος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τυραννοκτόνος
φόνος τυράννου.
Greek Monotonic
τῠραννοκτονία: ἡ, δολοφονία τυράννου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τῠραννοκτονία: ἡ убийство тиранна (или тираннов) Plut., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυραννοκτονία -ας, ἡ [τυραννοκτόνος] het tirannen doden.
Middle Liddell
τῠραννοκτονία, ἡ,
the slaying of a tyrant, Luc. [from τῠραννοκτόνος]