φυκιόεις: Difference between revisions
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />plein | |btext=όεσσα, όεν;<br />plein d'algues.<br />'''Étymologie:''' [[φυκίον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:35, 23 August 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, A full of seaweed, weed-strewn, θίν' ἐν φυκιόεντι Il. 23.693; ἐπ' ἀϊόνος . . φυκιοέσσας Theoc.11.14, cf. 21.10.
German (Pape)
[Seite 1312] όεσσα, όεν, 1) voll Tang, Meergras, Il. 23, 692. – 2) geschminkt, gefärbt, Theocr. 21, 10.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
plein d'algues.
Étymologie: φυκίον.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
καλυμμένος με φύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ι-όεις (βλ. λ. -όεις) αντί του αναμενόμενου φυκ-όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ-ιόεις: τεῖχος, τερμ-ιόεις: πιθ. τέρμα.
Greek Monotonic
φῡκῐόεις: -εσσα, -εν, αυτός που είναι γεμάτος φύκια, φυκώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
φῡκιόεις: όεσσα, όεν φῦκος полный водорослей (θίς Hom.; ἀϊών Theocr.).