πνιγαλίων: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pnigalion | |Transliteration C=pnigalion | ||
|Beta Code=pnigali/wn | |Beta Code=pnigali/wn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, ([[πνίγω]]) | |Definition=ωνος, ὁ, ([[πνίγω]]) [[nightmare]], from the [[sense]] of [[throttling]] which attends it, Themiso ap.<span class="bibl">Paul.Aeg.3.15</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (πνίγω) nightmare, from the sense of throttling which attends it, Themiso ap.Paul.Aeg.3.15.
German (Pape)
[Seite 641] ωνος, ὁ, der Alp, incubo, auch πνίξ, sonst ἐφιάλτης, von der damit verbundenen, dem Ersticken nahen Beängstigung benannt, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
πνῑγᾰλίων: -ωνος, ὁ, ἐφιάλτης, κοινῶς «βραχνᾶς» ἐν Κυζίκῳ δὲ «πιργαλιός», Λατ. incubus, ἀπὸ τοῦ πνίγειν, διότι ὁ πάσχων αἰσθάνεται ὡς νὰ πνίγηται ἐκ τῆς στενοχωρίας, Θεμίσων παρὰ Παύλ. Αἰγιν. 3. 15· πρβλ. ἐφιάλτης.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ΜΑ πνίγω
εφιάλτης που δημιουργείται από την αίσθηση του πνιγμού κατά την διάρκεια του ύπνου, αιφνίδια στενοχώρια και αγωνία που προκαλεί μεγάλο βάρος πάνω στο στήθος («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν ἴσως ἀπὸ τοῦ πνίγειν», Θεμιστ.).