πολυσχήμων: Difference between revisions
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyschimon | |Transliteration C=polyschimon | ||
|Beta Code=polusxh/mwn | |Beta Code=polusxh/mwn | ||
|Definition=ον, gen. | |Definition=ον, gen. [[onos]], [[of many shapes]], [[varied in form]], Placit.1.14.4, <span class="bibl">Poll.6.171</span>, <span class="bibl">Artem.1.2</span>: Sup. -σχημονέστατος <span class="bibl">Str.2.5.18</span>. Adv. -μόνως <span class="bibl">Poll.4.98</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, gen. onos, of many shapes, varied in form, Placit.1.14.4, Poll.6.171, Artem.1.2: Sup. -σχημονέστατος Str.2.5.18. Adv. -μόνως Poll.4.98.
German (Pape)
[Seite 674] ονος, vielgestaltig, Sp.; auch adv. πολυσχημόνως, Poll. 4, 98.
Greek (Liddell-Scott)
πολυσχήμων: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν σχημάτων ἀποτελούμενος, ποικίλος τὸ σχῆμα, τὴν μορφήν, Στράβ. 121, Πολυδ. Ϛ΄, 171. Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Δ΄, 98.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui se présente sous plusieurs aspects.
Étymologie: πολύς, σχῆμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που παρουσιάζει ποικιλία ως προς το σχήμα ή ως προς τη μορφή, ο πολύμορφος.
επίρρ...
πολυσχημόνως Α
με πολυσχήμονα τρόπο, με πολυμορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο-σχήμων].
Greek Monotonic
πολυσχήμων: -ον (σχῆμα), αυτός που έχει πολλά σχήματα, ποικίλος στις μορφές, σε Στράβ.
Middle Liddell
πολυ-σχήμων, ον, σχῆμα
of many shapes, varied in form, Strab.