στάδην: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stadin
|Transliteration C=stadin
|Beta Code=sta/dhn
|Beta Code=sta/dhn
|Definition=Adv., (ἵστημι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in standing posture]], <b class="b3">σ. ἑστῶτες</b> standing [[stock-still]], <span class="bibl">Pl.Com.130</span>; cf. [[στήδην]].</span>
|Definition=Adv., (ἵστημι) [[in standing posture]], <b class="b3">σ. ἑστῶτες</b> standing [[stock-still]], <span class="bibl">Pl.Com.130</span>; cf. [[στήδην]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:10, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδην Medium diacritics: στάδην Low diacritics: στάδην Capitals: ΣΤΑΔΗΝ
Transliteration A: stádēn Transliteration B: stadēn Transliteration C: stadin Beta Code: sta/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἵστημι) in standing posture, σ. ἑστῶτες standing stock-still, Pl.Com.130; cf. στήδην.

German (Pape)

[Seite 926] adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327.

Greek (Liddell-Scott)

στάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ἵστημι) ἱστάμενος, ὄρθιος, στάδην ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. (ἵστημι: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, ἀνάλογος τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. στήδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en se tenant debout;
2 selon le poids.
Étymologie: v. ἵστημι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. σε όρθια στάσηστάδην ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.)
2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στάγ-δην)].

Frisk Etymological English

See also: s. στάδιος