καταβαρής: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavaris | |Transliteration C=katavaris | ||
|Beta Code=katabarh/s | |Beta Code=katabarh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[heavy-laden]], πλάστιγγες <span class="bibl">Poll.4.172</span>; [[νῆες]], [[πλοῖα]], <span class="bibl">D.C.39.42</span>, <span class="bibl">74.13</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, heavy-laden, πλάστιγγες Poll.4.172; νῆες, πλοῖα, D.C.39.42, 74.13.
German (Pape)
[Seite 1339] ές, sehr schwer; πλοῖα καταβαρῆ, schwer beladen, D. Cass. 39, 42, a. Sp.; der nom. ist vielleicht κατάβαρυς, s. Lob. zu Phryn. p. 540.
Greek (Liddell-Scott)
καταβᾰρής: -ές, βαρέως φορτωμένος, καταβαρεῖς νῆες, καταβαρῆ πλοῖα Πολυδ. Δ’, 172, Α’, 103, Δίων Κ. 39. 42., 74. 13.
Greek Monolingual
καταβαρής, -ές (AM)
βαριά φορτωμένος, κατάφορτος («καταβαρεῑς νῆες», Δίων Κ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. αμφιβαρής, υπερβαρής].