κτεάτειρα: Difference between revisions
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kteateira | |Transliteration C=kteateira | ||
|Beta Code=ktea/teira | |Beta Code=ktea/teira | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰτ], ἡ</b> (as if fem. of [[Κτεᾰτήρ]]), | |Definition=[<b class="b3">ᾰτ], ἡ</b> (as if fem. of [[Κτεᾰτήρ]]), [[possessor]], Νὺξ μεγάλων κόσμων κ. <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>356</span> (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:35, 24 August 2022
English (LSJ)
[ᾰτ], ἡ (as if fem. of Κτεᾰτήρ), possessor, Νὺξ μεγάλων κόσμων κ. A.Ag.356 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1518] ἡ (fem. zu einem nicht vorkommenden κτεατής), Erwerberinn, Besitzerinn, Spenderinn; νὺξ μεγάλων κόσμων κτεάτειρα Aesch. Ag. 347.
Greek (Liddell-Scott)
κτεάτειρα: ἡ, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κτεᾰτήρ), μεγάλων κόσμων κτ., σὺ ἡ καταστήσασα ἡμᾶς κατόχους..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 356.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui possède.
Étymologie: κτέαρ.
Greek Monolingual
κτεάτειρα, ἡ (Α)
η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» — αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά-τειρα, αντί τών κτήτειρα, κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση του τ. κτέατα].
Greek Monotonic
κτεάτειρα: ἡ (όπως αν προερχόταν από το κτεᾰτήρ), κόσμων κτ., εσύ που μας έκανες άξιους τιμής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κτεάτειρα: (ᾰτ) ἡ владетельница, обладательница (νὺξ μεγάλων κόσμων κ. Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτεάτειρα -ας, ἡ [κτάομαι] eigenares.
Middle Liddell
κτεάτειρα, ἡ, [as if from κτεᾰτήρ]
κόσμων κτ. thou that hast put us in possession of honours, Aesch.