ἐκκυνέω: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkyneo | |Transliteration C=ekkyneo | ||
|Beta Code=e)kkune/w | |Beta Code=e)kkune/w | ||
|Definition=(ἔκκυνος) of hounds, | |Definition=(ἔκκυνος) of hounds, [[keep questing about]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>3.10</span>, <span class="bibl">Poll.5.65</span>:—also ἐκκῠνόω, ibid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 05:55, 24 August 2022
English (LSJ)
(ἔκκυνος) of hounds, keep questing about, X.Cyn.3.10, Poll.5.65:—also ἐκκῠνόω, ibid.
German (Pape)
[Seite 765] Xen. Cyn. 3, 10 u. Poll. 5, 65, vom Spürhunde, revieren, nicht immer einer Spur folgen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῠνέω: (ἔκκυνος) τεχνικὸς ὅρος, ἐπὶ τῶν θηρευτικῶν ἐκείνων κυνῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀκολουθοῦσιν εἰς ὡρισμένα τινὰ ἴχνη, ἀλλὰ περιπλανῶνται πολλὰ ἐρευνῶντες, Ξεν. Κυν. 3. 10, Πολυδ. Ε΄, 65.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre la piste.
Étymologie: ἔκκυνος.
Spanish (DGE)
abandonar la jauría, desentenderse del rastro ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναι X.Cyn.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. ἐκκυνόω.
Greek Monotonic
ἐκκῠνέω: μέλ. -ήσω (ἔκκυνος), εκτελώ έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση, ψάχνω για ίχνη, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά ή λαγωνικά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκῠνέω: (о собаках) сбиваться в сторону (παρὰ τὸ ἴχνος Xen.).