ἐπακρίζω: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epakrizo | |Transliteration C=epakrizo | ||
|Beta Code=e)pakri/zw | |Beta Code=e)pakri/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[reach the top of]] a thing, <b class="b3">πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε</b> (<b class="b3"> ἐπ' ἄκρον ἦλθε</b>, Sch., <b class="b3">τέλος ἐπέθηκεν</b>, Hsch.) he [[reached the farthest point]] in deeds of blood, of Orestes, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>932</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:20, 24 August 2022
English (LSJ)
reach the top of a thing, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε ( ἐπ' ἄκρον ἦλθε, Sch., τέλος ἐπέθηκεν, Hsch.) he reached the farthest point in deeds of blood, of Orestes, A.Ch.932.
German (Pape)
[Seite 897] den Gipfel erreichen, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης, er gelangte zum Gipfel vieler Blutschuld, durch den Muttermord, Aesch. Ch. 920.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπακρίζω: φθάνω εἰς τὸ ἀνώτατον σημεῖον πράγματός τινος, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε τλήμων Ὀρέστης («ἐπ’ ἄκρον ἦλθε» Σχολ.), ἔφθασεν εἰς ὕψιστον σημεῖον αἱματηρῶν ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 932. Κατὰ τὸν Εὐστ. (Ὀδ. 1636, 49) «ἐπήκρισε ἀντὶ τοῦ ἐπ’ ἄκρον ἤγαγε καὶ τέλος ἐπέθηκεν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήκρισεν.
French (Bailly abrégé)
combler la mesure de, gén..
Étymologie: ἐπί, ἄκρος.
Greek Monolingual
ἐπακρίζω (Α)
φθάνω στο ακρότατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακρίζω «βαδίζω στις μύτες τών ποδιών»].
Greek Monotonic
ἐπακρίζω: μέλ. -σω, φθάνω στην κορυφή, στο ανώτατο σημείο ενός πράγματος, αἱμάτων ἐπήκρισε, έφθασε στο υψηλότερο σημείο των αιματηρών του κατορθωμάτων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπακρίζω: достигать вершины, совершенства или апогея: πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν Ὀρέστης Aesch. (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств.
Middle Liddell
fut. σω
to reach the top of a thing, αἱμάτων ἐπήκρισε he reached the highest point in deeds of blood, Aesch.