συνορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ὁρίζω]]<br /><b>μέσ.</b> [[συνορίζομαι]]<br />[[στοιχηματίζω]] («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῑον», Αισώπ. Μύθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] στα [[ίδια]] όρια, [[περιορίζω]]<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[συνορεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[δέχομαι]] ως [[σύνορο]].
|mltxt=ΜΑ [[ὁρίζω]]<br /><b>μέσ.</b> [[συνορίζομαι]]<br />[[στοιχηματίζω]] («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον», Αισώπ. Μύθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]] [[μέσα]] στα [[ίδια]] όρια, [[περιορίζω]]<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[συνορεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[δέχομαι]] ως [[σύνορο]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνορίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заключать в те же границы]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[быть сопредельным]], [[граничить]] (τινί Diod.).
|elrutext='''συνορίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заключать в те же границы]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[быть сопредельным]], [[граничить]] (τινί Diod.).
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνορίζω Medium diacritics: συνορίζω Low diacritics: συνορίζω Capitals: ΣΥΝΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synorízō Transliteration B: synorizō Transliteration C: synorizo Beta Code: sunori/zw

English (LSJ)

A bring together, opp. διακρίνω, Arist.Cael.307a33, b2:— Pass., v.l. in Ptol.Harm.1.9. 2 Med., give one's consent to a boundary, Sammelb.5240.15(i A.D.). 3 Med., bet (cf. συντίθημι B. 11.3), συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον Aesop.55. II intr., = συνορέω, to be conterminous with, c. dat., OGI221.69 (Ilium, iii B.C.), Antig.Mir.78, D.S.1.30, Peripl.M.Rubr.64: with πρός c. acc., Scymn.839: abs., D.S.14.44, 17.4.

Greek (Liddell-Scott)

συνορίζω: μέλλ. -ίσω. ὁρίζω, περιορίζωπεριλαμβάνω ἐντὸς τῶν αὐτῶν ὁρίων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 8, 12. ― Παθητ., Πτολεμ. Ἁρμ. 22C. ΙΙ. ἀμεταβ. = συνορέω, συνορεύω, εἶμαι ὅμορος, τινὶ Διόδ. 1. 30, Ἀρρ.· ἀπολ., Διόδ. 14. 44., 17. 4.

Greek Monolingual

ΜΑ ὁρίζω
μέσ. συνορίζομαι
στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον», Αισώπ. Μύθ.)
αρχ.
1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω
2. (με δοτ.) συνορεύω
3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο.

Russian (Dvoretsky)

συνορίζω:
1) заключать в те же границы Arst.;
2) быть сопредельным, граничить (τινί Diod.).