διοίγω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[διοίγω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[split]] [[open]] διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b.
|sltr=[[διοίγω]] [[split]] [[open]] διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:29, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίγω Medium diacritics: διοίγω Low diacritics: διοίγω Capitals: ΔΙΟΙΓΩ
Transliteration A: dioígō Transliteration B: dioigō Transliteration C: dioigo Beta Code: dioi/gw

English (LSJ)

v. διοίγνυμι.

French (Bailly abrégé)

c. διοίγνυμι.

Greek Monolingual

διοίγνυμι και διοιγνύω και διοίγω (Α) οίγνυμι, οιγνύω, οίγω
1. ανοίγω κάτι και το κρατώ ανοιχτό
2. (-μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς.

English (Slater)

διοίγω split open διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b.

Spanish (DGE)

abrir βοᾷ διοίγειν κλῇθρα S.OT 1287, τὰς γνάθους Ar.Ec.852, διοίγων θάλαμον ... χερί E.Fr.285.8, cf. Supp.1205, τοὺς ὀδόντας Hp.Epid.7.88, cf. 5.83, τὸν πόρον Arist.HA 504b5, cf. Thphr.Ign.42, 45, ἐδόκει οἱ ὁ θεὸς διοίξας τὸ στόμα τᾷ χερί τὸ ἕλκος ἀφελεῖν IG 42.123.136 (IV a.C.), en v. pas. διχάδε διοιχθέντες de las figurillas de los silenos que encierran dentro imágenes de la divinidad, Pl.Smp.215b, cf. 222a, Iul.Or.9.187a
abs. abrir la puerta ἰδοὺ, διοίγω S.Ai.346
en v. med. abrirse διοίγετο σάρκες Pi.Fr.246b, las puertas, S.OT 1295, διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b26, cf. Nic.Fr.74.45, ἄρτι διοιγομένων οὔλων GVI 2039.3 (Mitilene I/II d.C.?), fig. διοιγομένοιο κλύδωνος Q.S.14.496.

Russian (Dvoretsky)

διοίγω:
1) отпирать (κλῇθρα Soph.);
2) открывать, растворять (τὸν πόρον Arst.): διχάδε διοιχθείς Plat. надвое (т. е. широко) раскрытый;
3) вскрывать, разрезать (σφάγια Eur.).