ἄδυτος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰδῠτος | |sltr=<b>ᾰδῠτος</b> [[not]] to be entered χρυσέων ἐς [[ἄδυτον]] τριπόδων θησαυρόν i. e. the [[temple]] of [[Apollo]] Ismenios at [[Thebes]] (P. 11.4) | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:45, 3 September 2022
English (LSJ)
ἄδυτον, (δύω)
A not to be entered, θησαυρός Pi.P.11.4; ἄ. ἐστιν ὁ τόπος Str.14.1.44.
2 never setting, of stars, Sch.Arat.632.
II mostly as substantive (masc. in h.Merc.247, neut. in Hdt.5.72, E.Ion938), innermost sanctuary or innermost shrine, Lat. adytum, Il.5.448, 512, h.Ap.443; εὐώδεος ἐξ ἀδύτου Pi.O.7.32: metaph., ἐκ τοῦ ἀδύτου τῆς βίβλου Pl.Tht.162a; ἄ. θαλάσσης Opp.H.1.49, cf. Hymn.Is.152.
German (Pape)
[Seite 38] nicht zu betreten, θησαυρός Pind. Ol. 11, 4; κτέανα Eur. Andr. 1033; bes. von heiligen Orten, dah. τὸ ἄδυτον das innerste Heiligthum des Tempels, Hom. zweimal, Il. 5, 448. 512; Pind. OI. 7, 32; Eur. Iph. T. 1257 θέσφατα; τῆς θεοῦ Her. 5, 72 u. öfter; übtr. τῆς βίβλου Plat. Theaet. 162 a; auch ὁ ἄδυτος H. h. Merc. 247. – In Aegypten sind ἄδυτα unterirdische Gemächer im Innersten des Tempels; εἰς τὰ ἄδ. κατελθεῖν Luc. Gall. 18; D. L. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδῠτος: -ον, (δύω) τόπος εἰς ὃν οὐκ ἔξεστι πᾶσιν εἰσιέναι, Πινδ. Π. 11, 7· ἄδ. ἐστιν ὁ τόπος, Στράβ. 650. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὡς οὐσ. τὸ ἐσώτατον μέρος τοῦ ναοῦ, τὸ ἱερώτατον, Λατ. adytum, Ἰλ. Ε. 448, 512, Πινδ. Ο. 7. 59 (ἔνθα ὅμως τὸ γένος δὲν εἶναι φανερόν)· εἶναι δὲ οὐδετέρως τὸ ἄδυτον, ἐν Ἡροδ. 5. 72, καὶ ἐν Εὐρ. Ἴων 938· καὶ ἀρσενικῶς ὁ ἄδυτος, ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 247: - μεταφ. ἐκ τοῦ ἀδ. τῆς βίβλου, Πλάτ. Θεαίτ. 162Α· - ἄδ. τῆς θαλάσσης, Ὀππ. Ἁλ. Ι. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impénétrable, sacré ; τὸ ἄδυτον, τὰ ἄδυτα lieu dont l’accès est interdit (sanctuaire, temple, enclos, bois, etc.) ; ἀδύτων ὕπο EUR du fond du sanctuaire.
Étymologie: ἀ, δύω.
English (Slater)
ᾰδῠτος not to be entered χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν i. e. the temple of Apollo Ismenios at Thebes (P. 11.4)
Spanish (DGE)
(ἄδῠτος) -ον
• Alolema(s): beoc. ἄδου- Corinn.1.3.30
• Prosodia: [-ῡ- Isidorus 4.3]
I adj.
1 donde no se debe entrar θησαυρός Pi.P.11.4, τόπος Str.14.1.44, ἀδύτους Φερσεφόνης θαλάμους IG 9(2).429.4 (Feras III a.C.).
2 de astros que no se pone Sch.Arat.632
•fig. ὁ θεὸς ... φῶς ἐστιν ἀληθινόν, ἄδυτον Ast.Soph.Hom.24.10.
II subst. τὸ ἄδυτον, tb. ὁ ἄδυτος
1 la parte más interior y sagrada del templo, áditon pero frec. interpr. por sinéc. c. el sent. de santuario, ἐν μεγάλῳ ἀδύτῳ Il.5.448, πίονος ἐξ ἀδύτοιο Il.5.512, cf. Tyrt.3.4, Thgn.808, ἐς ... ἄδυτον κατέδυσε h.Ap.443, εὐώδεος ἐξ ἀδύτου Pi.O.7.32, θεοῦ ἄ. Pi.Fr.52g.3, cf. Hdt.5.72, E.Io 938, τοῦ ἱεροῦ τὸ καλούμενον ἄδυτον D.S.16.26, cf. Verg.Aen.2.115, Seru.Aen.2.115, Colum.1 praef.30, Plu.2.437c, οἱ εἰς τὸ ἄδυτον εἰσπορευόμενοι πρὸς τὸν στολισμὸν τῶν θεῶν OGI 56.4 (III a.C.), εἰς ἄδυτον καταβὰς Ἀσκληπιοῦ Isyll.30, κλεὶς ἐπὶ τὸ ἄδυτον Didyma 427.8 (III a.C.), τὸν ἱερὸν στέφανον τὸν ἐκ τοῦ ἀδύτου Didyma 493.11 (III a.C.), (ξόανόν τε καὶ ναόν) καθιδρῦσαι ἐν τοῖς ἀδύτοις μετὰ τῶν ἄλλων ναῶν emplazar (la estatua de madera y la capilla) en los áditon con las demás capillas, OGI 90.42 (Roseta II a.C.), τὰ βιβλία ... ἐκ πάντων τῶν ἀδύτων ἀνεῖλε D.C.75.13.2, cf. Suppl.Mag.72.1.3
•en plu. mismo sign. Λερναῖα ἄδυτα IG 22.3674.4 (IV d.C.), cf. Nonn.D.4.289
•fig. Περσεφόνης ἄ. el Hades Emp.B 156.4.
2 tumba Verg.Aen.5.84, Iuu.13.205.
3 lo más recóndito ἐκ τοῦ ἀδύτου τῆς βίβλου Pl.Tht.162a, ἄ. θαλάσσης Opp.H.1.49, cf. Hymn.Is.152 (Andros), ἀπὸ τοῦ ἀδύτου προέκυψεν Dam.Pr.41, ἐν ἀδύτοις ἱδρυμένη ἀλήθεια Procl.in R.1.86, ex adyto cordis Lucr.1.737.
Greek Monotonic
ἄδῠτος: -ον (δύω), τόπος στον οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος· απ' όπου ως ουσ.· ἄδυτον, τό, το εσώτατο μέρος του ναού, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
I заповедный, священный (θησαυρός Pind.).
II ὁ HH = ἄδυτον.
Middle Liddell
[δύω]
not to be entered, Il., etc.