σιγά: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ςῑγά</b> (-ᾶς, -ᾷ.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[silence]] ἔστι δέ [[τις]] [[λόγος]] ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ [[χαμαὶ]] [[σιγᾷ]] καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' [[ὅμως]] καύχαμα κατάβρεχε [[σιγᾷ]] (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ [[σιγᾷ]] μελαίνᾳ [[κάρα]] κέκρυπται Παρθ. 1. . οὐδὲ [[σιγᾷ]] κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' [[ὅτε]] πιστόταται [[σιγᾶς]] ὁδοί fr. 180. 2. μὴ [[σιγᾷ]] βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.
|sltr=<b>ςῑγά</b> (-ᾶς, -ᾷ.) [[silence]] ἔστι δέ [[τις]] [[λόγος]] ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ [[χαμαὶ]] [[σιγᾷ]] καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' [[ὅμως]] καύχαμα κατάβρεχε [[σιγᾷ]] (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ [[σιγᾷ]] μελαίνᾳ [[κάρα]] κέκρυπται Παρθ. 1. . οὐδὲ [[σιγᾷ]] κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' [[ὅτε]] πιστόταται [[σιγᾶς]] ὁδοί fr. 180. 2. μὴ [[σιγᾷ]] βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:10, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιγά Medium diacritics: σιγά Low diacritics: σιγά Capitals: ΣΙΓΑ
Transliteration A: sigá Transliteration B: siga Transliteration C: siga Beta Code: siga/

English (LSJ)

Doric for σιγή.

French (Bailly abrégé)

dor. c. σιγή.

English (Slater)

ςῑγά (-ᾶς, -ᾷ.) silence ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. . οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180. 2. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.

Greek Monolingual

(I)
Ν
επίρρ.
1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά»)
2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς»)
3. φρ. «σιγά σιγά»
α) σταδιακά
β) με πολλή προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά].
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σιγή.

Russian (Dvoretsky)

σῑγά: (ᾱ) ἡ дор. = σιγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιγά Dor. voor σιγή.