συναναμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=mêler l’un avec l’autre ; <i>Pass.</i> se mêler à, τινι ; <i>fig.</i> devenir une partie de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναμίγνυμι]].
|btext=mêler l'un avec l'autre ; <i>Pass.</i> se mêler à, τινι ; <i>fig.</i> devenir une partie de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναμίγνυμι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 10:35, 5 September 2022

German (Pape)

[Seite 1000] (s. μίγνυμι), mit oder zugleich an-und zumischen, Luc. Charid. 15; pass. bei Plut. Philop. 21.

Greek (Liddell-Scott)

συναναμίγνῡμι: μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω ὁμοῦ, Ἀθήν. 177Β.― Παθ., συναναστρέφομαι, τισι ὁ αὐτ. 256Α, Πλουτ. Φιλοπ. 21˙ τούτων ἡ ἄγνοια ξυναναμέμικται αὐτοῖς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 15.

French (Bailly abrégé)

mêler l'un avec l'autre ; Pass. se mêler à, τινι ; fig. devenir une partie de, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναμίγνυμι.

English (Strong)

from σύν and a compound of ἀνά and μίγνυμι; to mix up together, i.e. (figurative) associate with: (have, keep) company (with).

English (Thayer)

to mix up together; passive, present imperative 2nd person plural συναναμίγνυσθε; infinitive συναναμίγνυσθαι; reflexive and metaphorically, τίνι, to keep company with, be intimate with, one: R T συναναμίγνυσθε, L Tr WH συναναμίγνυσθαι). (Plutarch, Philop. 21; (the Sept. Alex.).)

Greek Monolingual

ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [[ἀναμ(ε)ίγνυμι]]
1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α
θήν.)
2. παθ. συναναμίγνυμαι
α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις», ΚΔ)
β) συντάσσομαι, προσχωρώ
γ) ανακατεύομαι σε διάφορες υποθέσεις
δ) (για πράγμ.) είμαι ανακατεμένος, συγχέομαι με άλλα.

Greek Monotonic

συναναμίγνῡμι: μέλ. -μίξω, αναμειγνύω μαζί, συγχωνεύω — Παθ., σχετίζομαι με άλλους, με δοτ., σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναμίγνυμι, zie συναναμείγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

συναναμίγνῡμι:
1) смешивать вместе, примешивать, приводить в связь (τινι Plut.): ἡ ἄνοια - v. l. ἄγνοια - ξυναναμέμικται αὐτοῖς Luc. безумие присуще им;
2) pass. общаться (πόρνοις NT).

Middle Liddell

fut. -μίξω
to mix up together: Pass. to be associated with others, c. dat., Luc.