χρυσοφαής: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui a | |btext=ής, ές :<br />qui a l'éclat de l'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[φάος]]. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 10:45, 5 September 2022
English (LSJ)
ές, Boeot. χρουσο- Corinn.Supp.1.20:—gold-shining, κάλπιδες l. c.; Ἅλιος E.Hec.636 (lyr.); Ἔρως Id.Hipp.1275 (lyr.); στέφανος Epigr. ap. Plu.Flam.12; also χρυσοφάη θεράπαιναν Ἀφροδίτας Sapph. 57A.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, golden leuchtend, scheinend, goldglänzend; ἥλιος Eur. Hec. 634; στέφανος Ep. ad. 165 (App. 352); Maneth. 2, 19; auch Ael. H. A. 17, 2.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, ἥλιος Εὐρ. Ἑκ. 636· ἔρως ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1276· στέφανος Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 352.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l'éclat de l'or.
Étymologie: χρυσός, φάος.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που λάμπει σαν το χρυσάφι (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», Ευρ.
β. «Ἔρως χρυσοφαής», Ευρ.
γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -φαής (< φάος), πρβλ. ψευδο-φαής].
Greek Monotonic
χρῡσοφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει χρυσό φως, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοφᾰής:
1) сияющий золотом (ἥλιος Eur.; στέφανος Anth.);
2) златокрылый или лучезарный (Ἔρως Eur.).