Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαρμακοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
m (\)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=farmakopoios
|Transliteration C=farmakopoios
|Beta Code=farmakopoio/s
|Beta Code=farmakopoio/s
|Definition=όν, [[preparing drugs]], [[ἔθνος]] φαρμακοποιόν <span class="bibl">A.<span class="title">Eleg.</span>2</span>, cf. <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).211.
|Definition=όν, [[preparing drugs]], [[ἔθνος]] φαρμακοποιόν = a [[nation]] that [[make]]s [[drug]]s <span class="bibl">A.<span class="title">Eleg.</span>2</span>, cf. <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).211.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:56, 13 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοποιός Medium diacritics: φαρμακοποιός Low diacritics: φαρμακοποιός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: pharmakopoiós Transliteration B: pharmakopoios Transliteration C: farmakopoios Beta Code: farmakopoio/s

English (LSJ)

όν, preparing drugs, ἔθνος φαρμακοποιόν = a nation that makes drugs A.Eleg.2, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).211.

German (Pape)

[Seite 1256] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων φάρμακα ἢ χρώματα, κλπ.· φαρμακοποιὸν ἔθνος, ἔθνος ἀποτελούμενον ἐκ μάγων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ 448.

Greek Monolingual

ο και η / φαρμακοποιός, -όν, ΝΑ
παρασκευαστής φαρμάκων
νεοελλ.
1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φαρμακευτική, ο οποίος έχει την ευθύνη για την εκτέλεση τών συνταγών γιατρών, οδοντιάτρων και κτηνιάτρων και για την παρασκευή δοσολογικών μορφών φαρμάκων, αν δεν υπάρχει ανάλογο ιδιοσκεύασμα
2. στρ. βαθμός αξιωματικού του υγειονομικού σώματος αντίστοιχος με αυτόν του λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιός: приготовляющий снадобья или волшебные зелья (ἔθνος, sc. Τυρρηνῶν Aesch.).