Μαιῶται: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Μαιῶται:''' Ιων. Μαιῆται, οἱ,<br /><b class="num">I.</b> Μαιώτες, σκυθικό [[φύλο]] στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως επίθ. [[Μαιώτης]], <i>-ου</i>, [[Μαιωτικός]], ποταμὸς [[Μαιώτης]], σε Ηρόδ.· [[Μαιῶτις]] [[λίμνη]], η ([[ελώδης]]) [[λίμνη]] [[Μαιώτις]], η Αζοφική Θάλασσα, σε Αισχύλ., κ.λπ.· ἡ [[λίμνη]] ἡ [[Μαιῆτις]] (Ιων.), σε Ηρόδ. <b>2.[[Μαιωτικός]]</b>, <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αὐλὼν [[Μαιωτικός]], δηλ. ο [[Κιμμέριος]] [[Βόσπορος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''Μαιῶται:''' Ιων. Μαιῆται, οἱ,<br /><b class="num">I.</b> Μαιώτες, σκυθικό [[φύλο]] στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως επίθ. [[Μαιώτης]], <i>-ου</i>, [[Μαιωτικός]], ποταμὸς [[Μαιώτης]], σε Ηρόδ.· [[Μαιῶτις]] [[λίμνη]], η ([[ελώδης]]) [[λίμνη]] [[Μαιώτις]], η Αζοφική Θάλασσα, σε Αισχύλ., κ.λπ.· ἡ [[λίμνη]] ἡ [[Μαιῆτις]] (Ιων.), σε Ηρόδ. <b>2. [[Μαιωτικός]]</b>, <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αὐλὼν [[Μαιωτικός]], δηλ. ο [[Κιμμέριος]] [[Βόσπορος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:25, 21 September 2022
English (LSJ)
Ionic Μαιῆται, οἱ, Maeotians, a Scythian tribe to the north of the Black Sea, Hdt. 4.123, X. Mem. 2.1.10. as Adj. Μαιώτης, ου, Maeotian, ποταμὸς M. the Tanais, Hdt. 4.45; — fem. Μαιῶτις λίμνη the Palus Maeotis, Sea of Azof, A. Pr. 418 (lyr.), etc.; ἡ λίμνη ἡ Μαιῆτις (Ionic) Hdt. 1.104, etc.; μαιώτης, ου, ὁ, a fish caught the Sea of Azof and in the Nile, Archipp. 26, Ael. NA 10.19.
Greek (Liddell-Scott)
Μαιῶται: Ἰων. Μαιῆται, οἱ, φυλὴ Σκυθικὴ πρὸς βορρᾶν τοῦ Εὐξείνου Πόντου κατοικοῦσα, Ἡρόδ. 4. 123, Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 10. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Μαιώτης, ου, ἀνήκων εἰς τὴν Σκυθικὴν χώραν τῶν Μαιωτῶν, ποταμὸς Μ., ὁ Τάναϊς, Ἡρόδ. 4. 45· - θηλ., Μαιῶτις λίμνη, Palus Maeotis, ἡ Ἀζοφικὴ θάλασσα, Αἰσχύλ. Πρ. 419, κτλ.· ἡ λίμνη ἡ Μαιῆτις (Ἰων.) Ἡρόδ. 1. 104, κτλ.· - μαιώτης ἰχθὺς ἐν αὐτῇ ἁλιευόμενος, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 10, Αἰλ. π. Ζ. 10. 9. 2) Μαιωτικός, ή, όν, αὐλὼν Μ., ὅ ἔστι, ὁ Κιμμέριος Βόσπορος, Αἰσχύλ. Πρ. 731.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les Mæotes, peuple voisin du Palus-Méotide.
Greek Monotonic
Μαιῶται: Ιων. Μαιῆται, οἱ,
I. Μαιώτες, σκυθικό φύλο στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. 1. ως επίθ. Μαιώτης, -ου, Μαιωτικός, ποταμὸς Μαιώτης, σε Ηρόδ.· Μαιῶτις λίμνη, η (ελώδης) λίμνη Μαιώτις, η Αζοφική Θάλασσα, σε Αισχύλ., κ.λπ.· ἡ λίμνη ἡ Μαιῆτις (Ιων.), σε Ηρόδ. 2. Μαιωτικός, -ή, -όν, αὐλὼν Μαιωτικός, δηλ. ο Κιμμέριος Βόσπορος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
Μαιῶται: ион. Μαιῆται, ῶν οἱ мэеты (племя, жившее в бассейне рек, впадающих в Μαιῶτις λίμνη, ныне Азовское море) Xen. etc.
Middle Liddell
Μαιῶται, ιονιξ Μαιῆται, ῶν, οἱ,
I. the Maeotians, a Scythian tribe to the North of the Black Sea, Hdt., Xen.
II. as adj.