σποδιά: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σποδιά]], ιονιξ -ιή, ἡ, [[σποδός]]<br /><b class="num">I.</b> a [[heap]] of [[ashes]], [[ashes]], Od., Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph., = [[σποδός]] III, Anth.
|mdlsjtxt=[[σποδιά]], ''Ionic'' -ιή, ἡ, [[σποδός]]<br /><b class="num">I.</b> a [[heap]] of [[ashes]], [[ashes]], Od., Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph., = [[σποδός]] III, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:35, 21 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδιά Medium diacritics: σποδιά Low diacritics: σποδιά Capitals: ΣΠΟΔΙΑ
Transliteration A: spodiá Transliteration B: spodia Transliteration C: spodia Beta Code: spodia/

English (LSJ)

Ion. σποδ-ιή, ἡ, heap of ashes, ashes, Od.5.488, E.Cyc.615(lyr.), Pl.Com.173.9, LXX Le.4.12; σ. οἰναρέη ashes of vine-twigs, Hp.Mul. 2.195; σποδιῇ κεχριμένος prob. in Call.Dian.69; freq. in Epitaphs, AP7.279,435 (Nicand.); διψὰς σ. ib.9.549 (Antiphil.); scoria, dross of metals, Dsc.5.126.

German (Pape)

[Seite 923] ἡ, ion. σποδιή, der Aschenhaufen, die Asche; δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ, Od. 5, 488; vgl. Eur. Cycl. 610; oft in der Anth.: διψάς, Antiphil. 39 IX, 5491; πῦρ ὑπὸ τῇ σποδιῇ κεκρυμμένον, Callim. (XII, 139), wie oft übtr., μέλαινα, Ep. ad. 482 (VII, 10), ψυχρή, 670 (VII, 279), u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

σποδιά: Ἰων. -ιή, ἡ, σωρὸς σποδοῦ, τέφρας, Ὀδ. Ε. 488, Εὐρ. Κύκλ. 615, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1. 9· σποδιῇ κεχρισμένος Καλλ. εἰς Ἄρτ. 69· συχν. ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Ἀνθ. Π. 7. 279, 435, κ. ἀλλ.· σκωρία τῶν μετάλλων, Διοσκ. 5. 85, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφορ., πρβλ. σποδὸς IV.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
cendre.
Étymologie: σποδός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α
1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῦσι τὴν σποδιάν», ΠΔ
β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.)
2. στάχτη από την καύση νεκρού
3. σκουριά μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. -ιά (πρβλ. στρατ-ιά)].

Greek Monotonic

σποδιά: Ιων. -ιή, (σποδός) ·
I. σωρός από στάχτες, στάχτες, τέφρα, χόβολη, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. μεταφ. = σποδός III, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σποδιά: эп.-ион. σποδιή
1) зола, пепел (Hom., Eur.; πῦρ ὑπὸ τῇ σποδιῇ κεκρυμμένον Anth.);
2) прах, останки Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποδιά -ᾶς, ἡ, ep. en Ion. σποδιή [σπόδος] as, ashoop.

Middle Liddell

σποδιά, Ionic -ιή, ἡ, σποδός
I. a heap of ashes, ashes, Od., Eur.
II. metaph., = σποδός III, Anth.