εσπέρα: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(14)
 
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἑσπέρα]], Α ιων. τ. ἑσπέρη)<br /><b>1.</b> (ενν. <i>ώρα</i>) το [[τέλος]] της ημέρας, το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη [[δύση]] του ηλίου [[μέχρι]] να επικρατήσει το νυχτερινό [[σκοτάδι]] (ή και [[ακόμη]] περισσότερο)<br /><b>2.</b> (ενν. [[χώρα]]) το δυτικό [[μέρος]] του ορίζοντα, η [[δύση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «καλή ‘σπέρα», «καλὴν ἐσπέραν» — [[χαιρετισμός]] όταν συναντάμε κάποιον [[μετά]] το [[απόγευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> τα [[γηρατειά]] («[[βίος]] ἐσπέραν [[ἄγει]]» — η ζωή φτάνει [[προς]] το [[τέλος]] της)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ» — [[μόλις]] ήρθε η [[νύχτα]]<br />β) «[[περί]] ἑσπέραν βαθεῑαν» — [[αργά]] το [[βράδυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ.-αττ. τ. (ιων. <i>εσπέρη</i>). Έχει την [[ίδια]] [[σημασία]] με τον επικ. ποιητ. τ. [[έσπερος]], που προήλθε από αρχ. <i>hέσπερος</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙE <i>wesper</i>-<i>os</i> «[[εσπέρα]]») και συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως τα λατ. <i>vesper</i> «[[εσπέρα]]», λιθ. <i>v</i><i>ā</i><i>karas</i>, αρχ. σλαβ. <i>večer</i> [[καθώς]] και με ουαλ. <i>ucher</i>, αρμ. <i>gišer</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εσπερία]], [[εσπερινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσπερίζω]], [[εσπερικός]], [[εσπέριος]], [[εσπερίτης]], [[εσπερόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εσπεραίος]], <i>εσπερίηθεν</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εσπερίδα]], <i>σπερίζω</i>, [[σπερνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α’ συνθετικό) <b>(μον.)</b> [[εσπερόμορφος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ακρέσπερος]], [[εφέσπερος]], [[ποθέσπερος]]).
|mltxt=η (AM [[ἑσπέρα]], Α ιων. τ. ἑσπέρη)<br /><b>1.</b> (ενν. <i>ώρα</i>) το [[τέλος]] της ημέρας, το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από τη [[δύση]] του ηλίου [[μέχρι]] να επικρατήσει το νυχτερινό [[σκοτάδι]] (ή και [[ακόμη]] περισσότερο)<br /><b>2.</b> (ενν. [[χώρα]]) το δυτικό [[μέρος]] του ορίζοντα, η [[δύση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «καλή ‘σπέρα», «καλὴν ἐσπέραν» — [[χαιρετισμός]] όταν συναντάμε κάποιον [[μετά]] το [[απόγευμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νύχτα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> τα [[γηρατειά]] («[[βίος]] ἐσπέραν [[ἄγει]]» — η ζωή φτάνει [[προς]] το [[τέλος]] της)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ» — [[μόλις]] ήρθε η [[νύχτα]]<br />β) «[[περί]] ἑσπέραν βαθεῖαν» — [[αργά]] το [[βράδυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ.-αττ. τ. (ιων. <i>εσπέρη</i>). Έχει την [[ίδια]] [[σημασία]] με τον επικ. ποιητ. τ. [[έσπερος]], που προήλθε από αρχ. <i>hέσπερος</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙE <i>wesper</i>-<i>os</i> «[[εσπέρα]]») και συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως τα λατ. <i>vesper</i> «[[εσπέρα]]», λιθ. <i>v</i><i>ā</i><i>karas</i>, αρχ. σλαβ. <i>večer</i> [[καθώς]] και με ουαλ. <i>ucher</i>, αρμ. <i>gišer</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εσπερία]], [[εσπερινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσπερίζω]], [[εσπερικός]], [[εσπέριος]], [[εσπερίτης]], [[εσπερόθεν]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εσπεραίος]], <i>εσπερίηθεν</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εσπερίδα]], <i>σπερίζω</i>, [[σπερνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α’ συνθετικό) <b>(μον.)</b> [[εσπερόμορφος]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ακρέσπερος]], [[εφέσπερος]], [[ποθέσπερος]]).
}}
}}

Revision as of 15:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη)
1. (ενν. ώρα) το τέλος της ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο)
2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος του ορίζοντα, η δύση
μσν.- νεοελλ.
φρ. «καλή ‘σπέρα», «καλὴν ἐσπέραν» — χαιρετισμός όταν συναντάμε κάποιον μετά το απόγευμα
αρχ.
1. νύχτα
2. μτφ. τα γηρατειάβίος ἐσπέραν ἄγει» — η ζωή φτάνει προς το τέλος της)
3. φρ. α) «ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ» — μόλις ήρθε η νύχτα
β) «περί ἑσπέραν βαθεῖαν» — αργά το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ.-αττ. τ. (ιων. εσπέρη). Έχει την ίδια σημασία με τον επικ. ποιητ. τ. έσπερος, που προήλθε από αρχ. hέσπερος (< ΙE wesper-os «εσπέρα») και συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως τα λατ. vesper «εσπέρα», λιθ. vākaras, αρχ. σλαβ. večer καθώς και με ουαλ. ucher, αρμ. gišer.
ΠΑΡ. εσπερία, εσπερινός
αρχ.
εσπερίζω, εσπερικός, εσπέριος, εσπερίτης, εσπερόθεν
μσν.
εσπεραίος, εσπερίηθεν
νεοελλ.
εσπερίδα, σπερίζω, σπερνός.
ΣΥΝΘ.: (Α’ συνθετικό) (μον.) εσπερόμορφος. (Β συνθετικό) αρχ. ακρέσπερος, εφέσπερος, ποθέσπερος).