συλώ: Difference between revisions
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συλῶ, -άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[σουλώ]] Α<br />[[λαφυραγωγώ]], [[διαρπάζω]], [[ιδίως]] ναούς κ.ά. ιερούς χώρους [[λεηλατώ]] (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ<br />γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] τα όπλα και τα ενδύματα από σκοτωμένο εχθρό, [[σκυλεύω]] («μή μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι», <b>Ομ.</b>Ιλ)<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]], [[βγάζω]] («ἀπ' ὤμων τεύχε' ἐσύλα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκομίζω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου και [[φεύγω]] («λόγοις τὰ τῶν προγόνων ἔργα συλήσας καὶ διασύρας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] με τη βία («συλᾱται ὕπνοι ἀπὸ γλεφάρων», Βακχ.)<br /><b>5.</b> [[ασκώ]] το [[δικαίωμα]] της κατάσχεσης («πανταχοῦ συλωμένων ἡμῶν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> [[φέρνω]] [[μακριά]], [[απομακρύνω]] («τίς σε [[δαίμων]] συλᾷ πάτρας;», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. <i>συλῶ</i> και [[κυρίως]] οι συγγενείς ονοματικοί τ. [[σῦλον]] / [[σύλη]] εμφανίζουν μορφολογική και σημασιολογική [[ομοιότητα]] με τον τ. [[σκῦλον]] (για τη [[σχέση]] τών τ. αυτών <b>βλ. λ.</b> [[σκύλο]]), ενώ έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. λυδικής προέλευσης. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στο ρ. <i>συλῶ</i> και τα ουσ. [[σῦλον]] / [[σύλη]]. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[συλώ]] αποτελεί παρ. τών τ. [[σῦλον]] / [[σύλη]], οι οποίοι, όμως, [[είναι]] μτγν. του ρήματος, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τα ουσ. [[σῦλον]]/[[σύλη]], [[κυρίως]] με τη σημ. «[[δικαίωμα]] κατάσχεσης», προήλθαν από το επίθ. <i>ἄ</i>-<i>συλος</i> «αυτός που δεν επιτρέπεται να παραβιαστεί», το οποίο έχει σχηματιστεί πιθ. από το ρ. <i>συλῶ</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ἄτιμος]]: <i>τιμῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[άσυλος]]). Η [[οικογένεια]] του ρ. <i>συλῶ</i> απαντά στον Όμηρο με τη σημ. «[[αφαιρώ]] τα όπλα σκοτωμένου εχθρού», [[αλλά]] χρησιμοποιήθηκε αργότερα με τη σημ. «[[αφαιρώ]], [[αρπάζω]]», η οποία μπορεί να έχει και μια ειδικότερη θρησκευτική (<b>πρβλ.</b> τη σημ. «[[λαφυραγωγώ]], [[διαρπάζω]] ιερούς χώρους») ή νομική [[χροιά]] (<b>πρβλ.</b> τη σημ. «[[ασκώ]] το [[δικαίωμα]] της κατάσχεσης»). Παραμένει, [[ωστόσο]], ανεξακρίβωτο αν πρόκειται για μια [[περαιτέρω]] σημασιολογική [[εξέλιξη]] της ομηρικής σημ. «[[παίρνω]] τα όπλα του εχθρού» ή αν [[αφετηρία]] του ρήματος ήταν μια αρχική γενική σημ. «[[αφαιρώ]]», που έλαβε στη [[συνέχεια]] ειδικότερες σημασιολογικές αποχρώσεις]. | |mltxt=συλῶ, -άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. [[σουλώ]] Α<br />[[λαφυραγωγώ]], [[διαρπάζω]], [[ιδίως]] ναούς κ.ά. ιερούς χώρους [[λεηλατώ]] (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ<br />γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] τα όπλα και τα ενδύματα από σκοτωμένο εχθρό, [[σκυλεύω]] («μή μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι», <b>Ομ.</b>Ιλ)<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]], [[βγάζω]] («ἀπ' ὤμων τεύχε' ἐσύλα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκομίζω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου και [[φεύγω]] («λόγοις τὰ τῶν προγόνων ἔργα συλήσας καὶ διασύρας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] με τη βία («συλᾱται ὕπνοι ἀπὸ γλεφάρων», Βακχ.)<br /><b>5.</b> [[ασκώ]] το [[δικαίωμα]] της κατάσχεσης («πανταχοῦ συλωμένων ἡμῶν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> [[φέρνω]] [[μακριά]], [[απομακρύνω]] («τίς σε [[δαίμων]] συλᾷ πάτρας;», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. <i>συλῶ</i> και [[κυρίως]] οι συγγενείς ονοματικοί τ. [[σῦλον]] / [[σύλη]] εμφανίζουν μορφολογική και σημασιολογική [[ομοιότητα]] με τον τ. [[σκῦλον]] (για τη [[σχέση]] τών τ. αυτών <b>βλ. λ.</b> [[σκύλο]]), ενώ έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. λυδικής προέλευσης. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η [[σχέση]] [[ανάμεσα]] στο ρ. <i>συλῶ</i> και τα ουσ. [[σῦλον]] / [[σύλη]]. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[συλώ]] αποτελεί παρ. τών τ. [[σῦλον]] / [[σύλη]], οι οποίοι, όμως, [[είναι]] μτγν. του ρήματος, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], τα ουσ. [[σῦλον]]/[[σύλη]], [[κυρίως]] με τη σημ. «[[δικαίωμα]] κατάσχεσης», προήλθαν από το επίθ. <i>ἄ</i>-<i>συλος</i> «αυτός που δεν επιτρέπεται να παραβιαστεί», το οποίο έχει σχηματιστεί πιθ. από το ρ. <i>συλῶ</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] [[ἄτιμος]]: <i>τιμῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[άσυλος]]). Η [[οικογένεια]] του ρ. <i>συλῶ</i> απαντά στον Όμηρο με τη σημ. «[[αφαιρώ]] τα όπλα σκοτωμένου εχθρού», [[αλλά]] χρησιμοποιήθηκε αργότερα με τη σημ. «[[αφαιρώ]], [[αρπάζω]]», η οποία μπορεί να έχει και μια ειδικότερη θρησκευτική (<b>πρβλ.</b> τη σημ. «[[λαφυραγωγώ]], [[διαρπάζω]] ιερούς χώρους») ή νομική [[χροιά]] (<b>πρβλ.</b> τη σημ. «[[ασκώ]] το [[δικαίωμα]] της κατάσχεσης»). Παραμένει, [[ωστόσο]], ανεξακρίβωτο αν πρόκειται για μια [[περαιτέρω]] σημασιολογική [[εξέλιξη]] της ομηρικής σημ. «[[παίρνω]] τα όπλα του εχθρού» ή αν [[αφετηρία]] του ρήματος ήταν μια αρχική γενική σημ. «[[αφαιρώ]]», που έλαβε στη [[συνέχεια]] ειδικότερες σημασιολογικές αποχρώσεις]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:35, 27 September 2022
Greek Monolingual
συλῶ, -άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α
λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ
γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.)
αρχ.
1. παίρνω τα όπλα και τα ενδύματα από σκοτωμένο εχθρό, σκυλεύω («μή μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι», Ομ.Ιλ)
2. αφαιρώ, βγάζω («ἀπ' ὤμων τεύχε' ἐσύλα», Ομ. Ιλ.)
3. αποκομίζω, παίρνω μαζί μου και φεύγω («λόγοις τὰ τῶν προγόνων ἔργα συλήσας καὶ διασύρας», Δημοσθ.)
4. αφαιρώ κάτι με τη βία («συλᾱται ὕπνοι ἀπὸ γλεφάρων», Βακχ.)
5. ασκώ το δικαίωμα της κατάσχεσης («πανταχοῦ συλωμένων ἡμῶν», Ισοκρ.)
6. φέρνω μακριά, απομακρύνω («τίς σε δαίμων συλᾷ πάτρας;», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. συλῶ και κυρίως οι συγγενείς ονοματικοί τ. σῦλον / σύλη εμφανίζουν μορφολογική και σημασιολογική ομοιότητα με τον τ. σκῦλον (για τη σχέση τών τ. αυτών βλ. λ. σκύλο), ενώ έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι πρόκειται για λ. λυδικής προέλευσης. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η σχέση ανάμεσα στο ρ. συλῶ και τα ουσ. σῦλον / σύλη. Κατά μία άποψη, το ρ. συλώ αποτελεί παρ. τών τ. σῦλον / σύλη, οι οποίοι, όμως, είναι μτγν. του ρήματος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, τα ουσ. σῦλον/σύλη, κυρίως με τη σημ. «δικαίωμα κατάσχεσης», προήλθαν από το επίθ. ἄ-συλος «αυτός που δεν επιτρέπεται να παραβιαστεί», το οποίο έχει σχηματιστεί πιθ. από το ρ. συλῶ κατά το σχήμα ἄτιμος: τιμῶ (βλ. λ. άσυλος). Η οικογένεια του ρ. συλῶ απαντά στον Όμηρο με τη σημ. «αφαιρώ τα όπλα σκοτωμένου εχθρού», αλλά χρησιμοποιήθηκε αργότερα με τη σημ. «αφαιρώ, αρπάζω», η οποία μπορεί να έχει και μια ειδικότερη θρησκευτική (πρβλ. τη σημ. «λαφυραγωγώ, διαρπάζω ιερούς χώρους») ή νομική χροιά (πρβλ. τη σημ. «ασκώ το δικαίωμα της κατάσχεσης»). Παραμένει, ωστόσο, ανεξακρίβωτο αν πρόκειται για μια περαιτέρω σημασιολογική εξέλιξη της ομηρικής σημ. «παίρνω τα όπλα του εχθρού» ή αν αφετηρία του ρήματος ήταν μια αρχική γενική σημ. «αφαιρώ», που έλαβε στη συνέχεια ειδικότερες σημασιολογικές αποχρώσεις].