συκοφαντώ: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />[[είμαι]] [[συκοφάντης]], [[διατυπώνω]] ψευδείς κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου, [[διαβάλλω]] την [[τιμή]] και την [[υπόληψη]] του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε [[μηδὲ]] συκοφαντήσητε», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («[[τριάκοντα]] μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[επικρίνω]] κάποιον με στρεψοδικίες<br /><b>3.</b> (γενικά) [[ψέγω]], [[κατηγορώ]]<br /><b>4.</b> (με ειδική σημ.) [[καταγγέλλω]] [[ψευδώς]] κάποιον ως λαθρέμπορο<br /><b>5.</b> [[δίνω]] ψευδή [[γνώμη]] ή [[συμβουλή]]<br /><b>6.</b> [[διαστρέφω]] την [[αλήθεια]], [[στρεψοδικώ]]<br /><b>7.</b> [[διεγείρω]] κάποιον ερωτικά<br /><b>8.</b> [[κάνω]] τον ταχυδρόμο. | |mltxt=συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />[[είμαι]] [[συκοφάντης]], [[διατυπώνω]] ψευδείς κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου, [[διαβάλλω]] την [[τιμή]] και την [[υπόληψη]] του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε [[μηδὲ]] συκοφαντήσητε», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («[[τριάκοντα]] μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[επικρίνω]] κάποιον με στρεψοδικίες<br /><b>3.</b> (γενικά) [[ψέγω]], [[κατηγορώ]]<br /><b>4.</b> (με ειδική σημ.) [[καταγγέλλω]] [[ψευδώς]] κάποιον ως λαθρέμπορο<br /><b>5.</b> [[δίνω]] ψευδή [[γνώμη]] ή [[συμβουλή]]<br /><b>6.</b> [[διαστρέφω]] την [[αλήθεια]], [[στρεψοδικώ]]<br /><b>7.</b> [[διεγείρω]] κάποιον ερωτικά<br /><b>8.</b> [[κάνω]] τον ταχυδρόμο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:35, 27 September 2022
Greek Monolingual
συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ συκοφάντης
είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ)
αρχ.
1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («τριάκοντα μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)
2. επικρίνω κάποιον με στρεψοδικίες
3. (γενικά) ψέγω, κατηγορώ
4. (με ειδική σημ.) καταγγέλλω ψευδώς κάποιον ως λαθρέμπορο
5. δίνω ψευδή γνώμη ή συμβουλή
6. διαστρέφω την αλήθεια, στρεψοδικώ
7. διεγείρω κάποιον ερωτικά
8. κάνω τον ταχυδρόμο.