συμπαράσταση: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[παροχή]] βοήθειας, [[υποστήριξη]], [[εκδήλωση]] συμπάθειας, [[εμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπαρίσταμαι]] «[[συμπαραστέκομαι]]». Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμπαράστασις</i>, μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[παροχή]] βοήθειας, [[υποστήριξη]], [[εκδήλωση]] συμπάθειας, [[εμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπαρίσταμαι]] «[[συμπαραστέκομαι]]». Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμπαράστασις</i>, μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>).
|mltxt=η, Ν<br />[[παροχή]] βοήθειας, [[υποστήριξη]], [[εκδήλωση]] συμπάθειας, [[εμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπαρίσταμαι]] «[[συμπαραστέκομαι]]». Η λ., στον λόγιο τ. <i>συμπαράστασις</i>, μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>).
}}
}}

Latest revision as of 19:40, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
παροχή βοήθειας, υποστήριξη, εκδήλωση συμπάθειας, εμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαρίσταμαι «συμπαραστέκομαι». Η λ., στον λόγιο τ. συμπαράστασις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις).