Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνερίναστος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)neri/nastos
|Beta Code=a)neri/nastos
|Definition=[ῑ], ον, [[not ripened by caprification]], of figs, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 2.8.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>2.9.12</span>, Suid.; cf. [[ἀνηρίναστος]].
|Definition=[ῑ], ον, [[not ripened by caprification]], of figs, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 2.8.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>2.9.12</span>, Suid.; cf. [[ἀνηρίναστος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνηρ- Hsch.<br />[[no cabrahigado]] de higos, Thphr.<i>HP</i> 2.8.3, <i>CP</i> 2.9.12, Sud.<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. [[incapaz]] Hermipp.59<br /><b class="num">•</b>[[que no madura]], [[estéril]] Hsch., <i>Et.Gen</i>.860.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνερίναστος''': [ῑ], -ον, ἐπὶ σύκων, [[ὅταν]] ὡριμάζωσιν [[ἄνευ]] τῆς προσαρτήσεως εἰς τὴν συκῆν ὀλύνθων ἐξ ἀγρίας συκῆς, τὸ δ’ ἀνερίναστον ([[σῦκον]]) λευκὸν καὶ ἀσθενὲς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2. 8, 3, Αἰτ. Φ. 2. 9, 12· - «[[ἀνερίναστος]] συκῆ, ᾗ μὴ προσβέβληται οἱ ἐρινεοί· ἐρινεὸς δέ ἐστι τῆς ἀγρίας συκῆς ὁ καρπός, ὃν καὶ ἀπαρτῶσι τοῖς ἡμέροις, ὡς ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάσωσι· τοῦτο δὲ ἐρινάζειν λέγεται· οἱ δὲ τὸ [[ἀνερίναστος]] ἀντὶ τοῦ μαλακὸς καὶ [[ἄγονος]]» Σουΐδ. - Ὡσαύτως παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 9, ἀνερίνεος, ον· ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν [[ἀνερίναστος]].
|lstext='''ἀνερίναστος''': [ῑ], -ον, ἐπὶ σύκων, [[ὅταν]] ὡριμάζωσιν [[ἄνευ]] τῆς προσαρτήσεως εἰς τὴν συκῆν ὀλύνθων ἐξ ἀγρίας συκῆς, τὸ δ’ ἀνερίναστον ([[σῦκον]]) λευκὸν καὶ ἀσθενὲς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2. 8, 3, Αἰτ. Φ. 2. 9, 12· - «[[ἀνερίναστος]] συκῆ, ᾗ μὴ προσβέβληται οἱ ἐρινεοί· ἐρινεὸς δέ ἐστι τῆς ἀγρίας συκῆς ὁ καρπός, ὃν καὶ ἀπαρτῶσι τοῖς ἡμέροις, ὡς ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάσωσι· τοῦτο δὲ ἐρινάζειν λέγεται· οἱ δὲ τὸ [[ἀνερίναστος]] ἀντὶ τοῦ μαλακὸς καὶ [[ἄγονος]]» Σουΐδ. - Ὡσαύτως παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 9, ἀνερίνεος, ον· ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν [[ἀνερίναστος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνηρ- Hsch.<br />[[no cabrahigado]] de higos, Thphr.<i>HP</i> 2.8.3, <i>CP</i> 2.9.12, Sud.<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. [[incapaz]] Hermipp.59<br /><b class="num">•</b>[[que no madura]], [[estéril]] Hsch., <i>Et.Gen</i>.860.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνερίναστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[σύκο]]) που ωρίμασε [[χωρίς]] να ορνιαστεί η [[συκιά]]<br /><b>2.</b> ([[συκιά]]) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για [[γονιμοποίηση]] ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εριναστός]] «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» <span style="color: red;"><</span> [[ερινάζω]] «[[γονιμοποιώ]] [[συκιά]] κρεμώντας στα κλαδιά της καρπούς άγριας συκιάς»].
|mltxt=[[ἀνερίναστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[σύκο]]) που ωρίμασε [[χωρίς]] να ορνιαστεί η [[συκιά]]<br /><b>2.</b> ([[συκιά]]) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για [[γονιμοποίηση]] ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εριναστός]] «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» <span style="color: red;"><</span> [[ερινάζω]] «[[γονιμοποιώ]] [[συκιά]] κρεμώντας στα κλαδιά της καρπούς άγριας συκιάς»].
}}
}}

Revision as of 13:18, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερίναστος Medium diacritics: ἀνερίναστος Low diacritics: ανερίναστος Capitals: ΑΝΕΡΙΝΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anerínastos Transliteration B: anerinastos Transliteration C: anerinastos Beta Code: a)neri/nastos

English (LSJ)

[ῑ], ον, not ripened by caprification, of figs, Thphr.HP 2.8.3, CP2.9.12, Suid.; cf. ἀνηρίναστος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀνηρ- Hsch.
no cabrahigado de higos, Thphr.HP 2.8.3, CP 2.9.12, Sud.
fig. de pers. incapaz Hermipp.59
que no madura, estéril Hsch., Et.Gen.860.

German (Pape)

[Seite 226] auch ἀνηρίναστος geschr., nicht durch Kunst zur Reise gebracht, σῦκα Theophr., v.l. von folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερίναστος: [ῑ], -ον, ἐπὶ σύκων, ὅταν ὡριμάζωσιν ἄνευ τῆς προσαρτήσεως εἰς τὴν συκῆν ὀλύνθων ἐξ ἀγρίας συκῆς, τὸ δ’ ἀνερίναστον (σῦκον) λευκὸν καὶ ἀσθενὲς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2. 8, 3, Αἰτ. Φ. 2. 9, 12· - «ἀνερίναστος συκῆ, ᾗ μὴ προσβέβληται οἱ ἐρινεοί· ἐρινεὸς δέ ἐστι τῆς ἀγρίας συκῆς ὁ καρπός, ὃν καὶ ἀπαρτῶσι τοῖς ἡμέροις, ὡς ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάσωσι· τοῦτο δὲ ἐρινάζειν λέγεται· οἱ δὲ τὸ ἀνερίναστος ἀντὶ τοῦ μαλακὸς καὶ ἄγονος» Σουΐδ. - Ὡσαύτως παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 9, ἀνερίνεος, ον· ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν ἀνερίναστος.

Greek Monolingual

ἀνερίναστος, -ον (Α)
1. (σύκο) που ωρίμασε χωρίς να ορνιαστεί η συκιά
2. (συκιά) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για γονιμοποίηση ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εριναστός «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» < ερινάζω «γονιμοποιώ συκιά κρεμώντας στα κλαδιά της καρπούς άγριας συκιάς»].