ἀπονομή: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)ponomh/ | |Beta Code=a)ponomh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἀπονέμησις]], [[distribution]], [[assignment]], τινός τινι <span class="bibl">Ph. 2.345</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[a portion]], Harp.</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἀπονέμησις]], [[distribution]], [[assignment]], τινός τινι <span class="bibl">Ph. 2.345</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[a portion]], Harp.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[distribución]], [[asignación]] c. gen. y dat. εἰς τὴν τῶν κατ' ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομήν Ph.2.345.<br /><b class="num">2</b> [[parte]], [[porción]] prob. ref. a un tributo, Din.<i>Fr</i>.86, Harp., Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονομή''': ἡ, = [[ἀπονέμησις]], [[διανομή]], [[ἀπόδοσις]], δικαιοσύνην τὴν τῶν κατ’ ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομὴν Φίλων τ. 2. σ. 345. 2) [[μέρος]], [[μερίς]], «ἀπομερισμὸς» Ἡσύχ., «ἀπονομὴ ἡ [[ἀπόμοιρα]], ὡς [[μέρος]] τι τῶν περιγιγνομένων ἐκ τῶν μετάλλων λαμβανούσης τῆς πόλεως, ἢ ὡς διαιρουμένων εἰς πλείους μισθωτάς, ἵν’ [[ἕκαστος]] λάβῃ τι [[μέρος]]. Δείναρχος ἐν τῷ πρὸς Λυκούργου παῖδας [[πολλάκις]]» Ἁρποκρ. | |lstext='''ἀπονομή''': ἡ, = [[ἀπονέμησις]], [[διανομή]], [[ἀπόδοσις]], δικαιοσύνην τὴν τῶν κατ’ ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομὴν Φίλων τ. 2. σ. 345. 2) [[μέρος]], [[μερίς]], «ἀπομερισμὸς» Ἡσύχ., «ἀπονομὴ ἡ [[ἀπόμοιρα]], ὡς [[μέρος]] τι τῶν περιγιγνομένων ἐκ τῶν μετάλλων λαμβανούσης τῆς πόλεως, ἢ ὡς διαιρουμένων εἰς πλείους μισθωτάς, ἵν’ [[ἕκαστος]] λάβῃ τι [[μέρος]]. Δείναρχος ἐν τῷ πρὸς Λυκούργου παῖδας [[πολλάκις]]» Ἁρποκρ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀπονομή]]) [[απονέμω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χορήγηση]], [[παροχή]] τίτλου, βραβείου ή τιμητικής θέσης<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορήγηση]], [[αμοιβή]]. | |mltxt=η (AM [[ἀπονομή]]) [[απονέμω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χορήγηση]], [[παροχή]] τίτλου, βραβείου ή τιμητικής θέσης<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορήγηση]], [[αμοιβή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A = ἀπονέμησις, distribution, assignment, τινός τινι Ph. 2.345. 2 a portion, Harp.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 distribución, asignación c. gen. y dat. εἰς τὴν τῶν κατ' ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομήν Ph.2.345.
2 parte, porción prob. ref. a un tributo, Din.Fr.86, Harp., Hsch.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, Abtheilung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονομή: ἡ, = ἀπονέμησις, διανομή, ἀπόδοσις, δικαιοσύνην τὴν τῶν κατ’ ἀξίαν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις ἀπονομὴν Φίλων τ. 2. σ. 345. 2) μέρος, μερίς, «ἀπομερισμὸς» Ἡσύχ., «ἀπονομὴ ἡ ἀπόμοιρα, ὡς μέρος τι τῶν περιγιγνομένων ἐκ τῶν μετάλλων λαμβανούσης τῆς πόλεως, ἢ ὡς διαιρουμένων εἰς πλείους μισθωτάς, ἵν’ ἕκαστος λάβῃ τι μέρος. Δείναρχος ἐν τῷ πρὸς Λυκούργου παῖδας πολλάκις» Ἁρποκρ.
Greek Monolingual
η (AM ἀπονομή) απονέμω
νεοελλ.
χορήγηση, παροχή τίτλου, βραβείου ή τιμητικής θέσης
αρχ.
χορήγηση, αμοιβή.