ἀποπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)popa/sxw
|Beta Code=a)popa/sxw
|Definition=opp. [[πάσχω]], a Stoic term, [[reject an impression]], ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.28.3</span>.
|Definition=opp. [[πάσχω]], a Stoic term, [[reject an impression]], ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.28.3</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[rechazar una impresión]], [[dejar de sentir]] ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστίν Arr.<i>Epict</i>.1.28.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπάσχω''': ἀντίθ. τῷ [[πάσχω]], Στωϊκὸς ὅρος, φαντάζομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει τι, ἐνῷ πράγματι ὑπάρχει, ἀπόπαθε ὅτι [[ἡμέρα]] ἐστί, φαντάσθητι ὅτι δὲν [[εἶναι]] [[ἡμέρα]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 28, 3.
|lstext='''ἀποπάσχω''': ἀντίθ. τῷ [[πάσχω]], Στωϊκὸς ὅρος, φαντάζομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει τι, ἐνῷ πράγματι ὑπάρχει, ἀπόπαθε ὅτι [[ἡμέρα]] ἐστί, φαντάσθητι ὅτι δὲν [[εἶναι]] [[ἡμέρα]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 28, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[rechazar una impresión]], [[dejar de sentir]] ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστίν Arr.<i>Epict</i>.1.28.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπάσχω]] (Α)<br />(όρος των Στωικών) [[απορρίπτω]], [[αποβάλλω]] μια [[εντύπωση]], [[φαντάζομαι]] ότι δεν υπάρχει [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀποπάσχω]] (Α)<br />(όρος των Στωικών) [[απορρίπτω]], [[αποβάλλω]] μια [[εντύπωση]], [[φαντάζομαι]] ότι δεν υπάρχει [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 13:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπάσχω Medium diacritics: ἀποπάσχω Low diacritics: αποπάσχω Capitals: ΑΠΟΠΑΣΧΩ
Transliteration A: apopáschō Transliteration B: apopaschō Transliteration C: apopascho Beta Code: a)popa/sxw

English (LSJ)

opp. πάσχω, a Stoic term, reject an impression, ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί Arr.Epict.1.28.3.

Spanish (DGE)

rechazar una impresión, dejar de sentir ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστίν Arr.Epict.1.28.3.

German (Pape)

[Seite 318] (s. πάσχω), bei den Stoikern als Ggstz von πάσχω, sich vorstellen, daß etwas nicht sei, was doch ist, z. B. ἀπόπαθε, ὅτι ἡμέρα ἐστι, stelle dir vor, daß nicht Tag sei, Arr. Epict. 1, 28, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπάσχω: ἀντίθ. τῷ πάσχω, Στωϊκὸς ὅρος, φαντάζομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει τι, ἐνῷ πράγματι ὑπάρχει, ἀπόπαθε ὅτι ἡμέρα ἐστί, φαντάσθητι ὅτι δὲν εἶναι ἡμέρα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 28, 3.

Greek Monolingual

ἀποπάσχω (Α)
(όρος των Στωικών) απορρίπτω, αποβάλλω μια εντύπωση, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει κάτι.