ἐναπομένω: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)napome/nw
|Beta Code=e)napome/nw
|Definition=[[remain in]], καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.<span class="title">Mag.</span>3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.100</span> A., cf. <span class="bibl">Aen.Gaz.<span class="title">Thphr.</span>p.67</span> B.: abs., <span class="bibl">Hld.1.15</span>.
|Definition=[[remain in]], καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.<span class="title">Mag.</span>3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.100</span> A., cf. <span class="bibl">Aen.Gaz.<span class="title">Thphr.</span>p.67</span> B.: abs., <span class="bibl">Hld.1.15</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[permanecer]], [[quedarse en]] c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.<i>Ep</i>.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.<i>Mag</i>.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε [[ἄρα]] τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.60.4<br /><b class="num">•</b>[[permanecer]], [[habitar en]] ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.55.31.<br /><b class="num">2</b> [[persistir]], [[quedar]], [[mantenerse]] τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.<i>NA</i> 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.<i>Th</i>.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.<i>Io</i>.56.7.<br /><b class="num">3</b> [[quedar dentro]] μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναπομένω''': [[ἀπομένω]] ἐν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἀπομένω]], Κλήμ. Ἀλ. 332˙ ἀπολ., Ἡλιόδ. 1. 15.
|lstext='''ἐναπομένω''': [[ἀπομένω]] ἐν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἀπομένω]], Κλήμ. Ἀλ. 332˙ ἀπολ., Ἡλιόδ. 1. 15.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[permanecer]], [[quedarse en]] c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.<i>Ep</i>.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.<i>Mag</i>.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε [[ἄρα]] τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.60.4<br /><b class="num">•</b>[[permanecer]], [[habitar en]] ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.55.31.<br /><b class="num">2</b> [[persistir]], [[quedar]], [[mantenerse]] τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.<i>NA</i> 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.<i>Th</i>.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.<i>Io</i>.56.7.<br /><b class="num">3</b> [[quedar dentro]] μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐναπομένω]])<br />[[μένω]] [[κάπου]] ως [[υπόλοιπο]], [[απομένω]], εναπολείπομαι, [[υπολείπομαι]], [[παραμένω]] σ' έναν [[τόπο]] ή μια [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υστερώ]]<br /><b>2.</b> [[επιμένω]] (σε συνήθειες, ελαττώματα <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μένω]] [[σταθερά]], διατηρούμαι, [[διαρκώ]].
|mltxt=(AM [[ἐναπομένω]])<br />[[μένω]] [[κάπου]] ως [[υπόλοιπο]], [[απομένω]], εναπολείπομαι, [[υπολείπομαι]], [[παραμένω]] σ' έναν [[τόπο]] ή μια [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υστερώ]]<br /><b>2.</b> [[επιμένω]] (σε συνήθειες, ελαττώματα <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μένω]] [[σταθερά]], διατηρούμαι, [[διαρκώ]].
}}
}}

Revision as of 15:08, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναπομένω Medium diacritics: ἐναπομένω Low diacritics: εναπομένω Capitals: ΕΝΑΠΟΜΕΝΩ
Transliteration A: enapoménō Transliteration B: enapomenō Transliteration C: enapomeno Beta Code: e)napome/nw

English (LSJ)

remain in, καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.Mag.3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει Herm. in Phdr.p.100 A., cf. Aen.Gaz.Thphr.p.67 B.: abs., Hld.1.15.

Spanish (DGE)

1 permanecer, quedarse en c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.Ep.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.Mag.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε ἄρα τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.Thphr.60.4
permanecer, habitar en ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.Luc.1.55.31.
2 persistir, quedar, mantenerse τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.NA 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.Th.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.Io.56.7.
3 quedar dentro μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.

German (Pape)

[Seite 828] (s. μένω), zurückbleiben in, Hel. 1, 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπομένω: ἀπομένω ἐν, ἢ ἁπλῶς ἀπομένω, Κλήμ. Ἀλ. 332˙ ἀπολ., Ἡλιόδ. 1. 15.

Greek Monolingual

(AM ἐναπομένω)
μένω κάπου ως υπόλοιπο, απομένω, εναπολείπομαι, υπολείπομαι, παραμένω σ' έναν τόπο ή μια κατάσταση
μσν.
1. υστερώ
2. επιμένω (σε συνήθειες, ελαττώματα κ.λπ.)
αρχ.
μένω σταθερά, διατηρούμαι, διαρκώ.