Κυκλώπειος: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=*kuklw/peios
|Beta Code=*kuklw/peios
|Definition=α, ον (in <span class="bibl">Eust. 1634.35</span>, al., ος, ον), ([[Κύκλωψ]]) [[Cyclopean]], used of prehistoric architecture attributed to the Cyclopes, applied to [[Mycenae]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1158</span> (lyr.); to ancient buildings near Nauplia, <span class="bibl">Str.8.6.2</span>. <span class="sense"><span class="bld">2</span> [[proverb|prov.]], [[Κυκλώπειος βίος]] = [[uncivilized]] [[life]], <span class="bibl">Id.11.4.3</span>, <span class="bibl">Max.Tyr.21.7</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[Κυκλώπιος]]).</span>
|Definition=α, ον (in <span class="bibl">Eust. 1634.35</span>, al., ος, ον), ([[Κύκλωψ]]) [[Cyclopean]], used of prehistoric architecture attributed to the Cyclopes, applied to [[Mycenae]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1158</span> (lyr.); to ancient buildings near Nauplia, <span class="bibl">Str.8.6.2</span>. <span class="sense"><span class="bld">2</span> [[proverb|prov.]], [[Κυκλώπειος βίος]] = [[uncivilized]] [[life]], <span class="bibl">Id.11.4.3</span>, <span class="bibl">Max.Tyr.21.7</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[Κυκλώπιος]]).</span>
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Κυκλώπιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Κυκλώπειος''': -α, -ον, παρ’ Εὐστ. 1634, 35, κτλ., ος, ον· ([[Κύκλωψ]])· ― εἰς τοὺς Κύκλωπας ἀνήκων, συνήθως ἐπὶ τῶν οἰκοδομῶν τῶν ἀποδιδομένων εἰς τοὺς Κύκλωπας (τῶν καλουμένων καὶ Πελασγικῶν), καὶ ἐν [[ταύτῃ]] τῇ ἐννοίᾳ συνεχῶς ἡ [[λέξις]] ἀναφέρεται εἰς τὰς Μυκήνας (πρβλ. [[Κύκλωψ]] Ι. 2) ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 222, Εὐρ. Ἠλ. 1158, Ἡρ. Μαιν. 15, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 265· ἐπὶ παλαιῶν οἰκοδομῶν παρὰ τὸ Ναύπλιον, Στράβ. 369· περὶ τοῦ εἴδους τούτου τῆς τοιχοδομίας ἴδε Müller Archaol. d. Kunst § 45. 2) παροιμ., κ. [[βίος]], [[ἄγριος]] [[βίος]], Στράβ. 502, Μάξ. Τύρ. 21. 7· πρβλ. [[Κυκλωπικῶς]].
|lstext='''Κυκλώπειος''': -α, -ον, παρ’ Εὐστ. 1634, 35, κτλ., ος, ον· ([[Κύκλωψ]])· ― εἰς τοὺς Κύκλωπας ἀνήκων, συνήθως ἐπὶ τῶν οἰκοδομῶν τῶν ἀποδιδομένων εἰς τοὺς Κύκλωπας (τῶν καλουμένων καὶ Πελασγικῶν), καὶ ἐν [[ταύτῃ]] τῇ ἐννοίᾳ συνεχῶς ἡ [[λέξις]] ἀναφέρεται εἰς τὰς Μυκήνας (πρβλ. [[Κύκλωψ]] Ι. 2) ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 222, Εὐρ. Ἠλ. 1158, Ἡρ. Μαιν. 15, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 265· ἐπὶ παλαιῶν οἰκοδομῶν παρὰ τὸ Ναύπλιον, Στράβ. 369· περὶ τοῦ εἴδους τούτου τῆς τοιχοδομίας ἴδε Müller Archaol. d. Kunst § 45. 2) παροιμ., κ. [[βίος]], [[ἄγριος]] [[βίος]], Στράβ. 502, Μάξ. Τύρ. 21. 7· πρβλ. [[Κυκλωπικῶς]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[Κυκλώπιος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 18:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλώπειος Medium diacritics: Κυκλώπειος Low diacritics: Κυκλώπειος Capitals: ΚΥΚΛΩΠΕΙΟΣ
Transliteration A: Kyklṓpeios Transliteration B: Kyklōpeios Transliteration C: Kyklopeios Beta Code: *kuklw/peios

English (LSJ)

α, ον (in Eust. 1634.35, al., ος, ον), (Κύκλωψ) Cyclopean, used of prehistoric architecture attributed to the Cyclopes, applied to Mycenae, E.El.1158 (lyr.); to ancient buildings near Nauplia, Str.8.6.2. 2 prov., Κυκλώπειος βίος = uncivilized life, Id.11.4.3, Max.Tyr.21.7 (v.l. Κυκλώπιος).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Κυκλώπιος.

Greek (Liddell-Scott)

Κυκλώπειος: -α, -ον, παρ’ Εὐστ. 1634, 35, κτλ., ος, ον· (Κύκλωψ)· ― εἰς τοὺς Κύκλωπας ἀνήκων, συνήθως ἐπὶ τῶν οἰκοδομῶν τῶν ἀποδιδομένων εἰς τοὺς Κύκλωπας (τῶν καλουμένων καὶ Πελασγικῶν), καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ συνεχῶς ἡ λέξις ἀναφέρεται εἰς τὰς Μυκήνας (πρβλ. Κύκλωψ Ι. 2) ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 222, Εὐρ. Ἠλ. 1158, Ἡρ. Μαιν. 15, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 265· ἐπὶ παλαιῶν οἰκοδομῶν παρὰ τὸ Ναύπλιον, Στράβ. 369· περὶ τοῦ εἴδους τούτου τῆς τοιχοδομίας ἴδε Müller Archaol. d. Kunst § 45. 2) παροιμ., κ. βίος, ἄγριος βίος, Στράβ. 502, Μάξ. Τύρ. 21. 7· πρβλ. Κυκλωπικῶς.

English (Slater)

Κυκλώπειος
1 Cyclopean Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος (-είων ἐπὶ πρόθυρων v.l.: i. e. to Tiryns) fr. 169. 7.

Greek Monotonic

Κυκλώπειος: -α, -ον (Κύκλωψ), Κυκλώπειος, κοινώς χρησιμοποιείται για την αρχιτεκτονική που αποδιδόταν στους Κύκλωπες (ονομαζόταν επίσης Πελασγικός), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Κυκλώπειος: Eur. = Κυκλώπιος.

Middle Liddell

Κυκλώπειος, η, ον Κύκλωψ
Cyclopean, commonly used of the architecture attributed to the Cyclopes, (also called Πελασγικόσ), Eur.