δύσεδρος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] übel sitzend; [[Ἐρινύς]], durch ihren Aufenthalt Unglück bringend, Aesch. Ag. 726; nicht passend, Dion. Hal. C. V. p. 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0678.png Seite 678]] übel sitzend; [[Ἐρινύς]], durch ihren Aufenthalt Unglück bringend, Aesch. Ag. 726; nicht passend, Dion. Hal. C. V. p. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au séjour funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἕδρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσεδρος''': -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς [[σύνοικος]], Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος [[καλῶς]], εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.
|lstext='''δύσεδρος''': -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς [[σύνοικος]], Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος [[καλῶς]], εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au séjour funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἕδρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσεδρος Medium diacritics: δύσεδρος Low diacritics: δύσεδρος Capitals: ΔΥΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: dýsedros Transliteration B: dysedros Transliteration C: dysedros Beta Code: du/sedros

English (LSJ)

[ῠ], ον, A bringing evil in one's abode, A.Ag.746 (lyr.). 2 fitting ill, awry, D.H.Comp.6.

Spanish (DGE)

-ον
1 de funesto aposentamiento de Helena, A.A.746.
2 que asienta mal, inestable de materiales empleados en la construcción de un edificio, D.H.Comp.6.3.

German (Pape)

[Seite 678] übel sitzend; Ἐρινύς, durch ihren Aufenthalt Unglück bringend, Aesch. Ag. 726; nicht passend, Dion. Hal. C. V. p. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au séjour funeste.
Étymologie: δυσ-, ἕδρα.

Greek (Liddell-Scott)

δύσεδρος: -ον, ἐπὶ κακῷ καθήμενος, κακὸς σύνοικος, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 746. 2) μὴ ἐφαρμοζόμενος καλῶς, εἴ τι δύσεδρόν ἐστιν, ἀποκροῦσαι καὶ περικόψαι καὶ αὐτὸ τοῦτο εὔεδρον ποιῆσαι Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6.

Greek Monolingual

δύσεδρος, -ον (Α)
1. αυτός που κάθεται για κακό ή προκαλεί δυστυχία όπου παραμένει («δύσεδρος... Ἐρινύς»)
2. αυτός που ταιριάζει ή προσαρμόζεται δύσκολα.

Greek Monotonic

δύσεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που επιφέρει κακό με τη διαμονή του, κακός σύνοικος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσεδρος: приносящий в дом беду, т. е. зловещий (Ἐρινύς Aesch.).

Middle Liddell

δύσ-εδρος, ον ἕδρα
bringing evil by one's abode, Aesch.