διυπνίζω: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[despertar]] αὐτόν Ael.<i>NA</i> 7.46, τὸν θυρωρόν Aesop.268, τοὺς θῆρας Eutecnius <i>C.Par</i>.10.20, τὸν Ὀδυσσέα καθεύδοντα μὴ διυπνίσαντες Sch.<i>Od</i>.13.119, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.56, 124<br /><b class="num">•</b>fig. ref. al sueño del alma caída en la tentación τοὺς οὕτω καθεύδοντας Euagr.Pont.<i>Sch.Ec</i>.35.31.<br /><b class="num">2</b> intr. [[despertarse]] ἔπειτα νυκτὸς διυπνίσας Luc.<i>Ocyp</i>.108<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. διυπνισθέντα δὲ μὴ εὐθὺς ἀνίστασθαι Diocl.<i>Fr</i>.141, φοβηθεὶς διυπνίσθην Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.10.41, cf. 11.46, ὃς δὲ διυπνισθεὶς μετέβη <i>AP</i> 9.378 (Pall.), [[ἐκεῖνος]] δὲ διυπνισθεὶς σὺν ἡδονῇ Aesop.28, cf. 307<br /><b class="num">•</b>[[quedarse dormido]] τοῦ γὰρ διυπνισθῆναι [[αἰτία]] ἡ τῆς τροφῆς πέψις Simp.<i>in Ph</i>.1258.25<br /><b class="num">•</b>[[permanecer despierto, alerta]], <i>A.Andr.Gr</i>.50.18. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[despertar]] αὐτόν Ael.<i>NA</i> 7.46, τὸν θυρωρόν Aesop.268, τοὺς θῆρας Eutecnius <i>C.Par</i>.10.20, τὸν Ὀδυσσέα καθεύδοντα μὴ διυπνίσαντες Sch.<i>Od</i>.13.119, cf. Hierocl.<i>Facet</i>.56, 124<br /><b class="num">•</b>fig. ref. al sueño del alma caída en la tentación τοὺς οὕτω καθεύδοντας Euagr.Pont.<i>Sch.Ec</i>.35.31.<br /><b class="num">2</b> intr. [[despertarse]] ἔπειτα νυκτὸς διυπνίσας Luc.<i>Ocyp</i>.108<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. διυπνισθέντα δὲ μὴ εὐθὺς ἀνίστασθαι Diocl.<i>Fr</i>.141, φοβηθεὶς διυπνίσθην Zos.Alch.<i>Comm.Gen</i>.10.41, cf. 11.46, ὃς δὲ διυπνισθεὶς μετέβη <i>AP</i> 9.378 (Pall.), [[ἐκεῖνος]] δὲ διυπνισθεὶς σὺν ἡδονῇ Aesop.28, cf. 307<br /><b class="num">•</b>[[quedarse dormido]] τοῦ γὰρ διυπνισθῆναι [[αἰτία]] ἡ τῆς τροφῆς πέψις Simp.<i>in Ph</i>.1258.25<br /><b class="num">•</b>[[permanecer despierto, alerta]], <i>A.Andr.Gr</i>.50.18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> éveiller;<br /><b>2</b> s'éveiller.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], ὑπνίζω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διυπνίζω''': ([[ὕπνος]]) [[ἐξεγείρω]] ἐξ ὕπνου, μεταβ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 45· ἀμεταβ., Λουκ. Ὠκύπ. 108· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀνθ. Π. 9. 378. | |lstext='''διυπνίζω''': ([[ὕπνος]]) [[ἐξεγείρω]] ἐξ ὕπνου, μεταβ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 45· ἀμεταβ., Λουκ. Ὠκύπ. 108· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀνθ. Π. 9. 378. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 1 October 2022
English (LSJ)
(ὕπνος) A awake from sleep, trans., Ael.NA7.46: intr., Luc.Ocyp.108:—Pass., Diocl.Fr.141, J.AJ5.10.4 (v.l.), Zos.Alch. p.117 B., AP9.378 (Pall.): but, II fall asleep, Simp. in Ph. 1258.25.
Spanish (DGE)
1 despertar αὐτόν Ael.NA 7.46, τὸν θυρωρόν Aesop.268, τοὺς θῆρας Eutecnius C.Par.10.20, τὸν Ὀδυσσέα καθεύδοντα μὴ διυπνίσαντες Sch.Od.13.119, cf. Hierocl.Facet.56, 124
•fig. ref. al sueño del alma caída en la tentación τοὺς οὕτω καθεύδοντας Euagr.Pont.Sch.Ec.35.31.
2 intr. despertarse ἔπειτα νυκτὸς διυπνίσας Luc.Ocyp.108
•en v. med.-pas. διυπνισθέντα δὲ μὴ εὐθὺς ἀνίστασθαι Diocl.Fr.141, φοβηθεὶς διυπνίσθην Zos.Alch.Comm.Gen.10.41, cf. 11.46, ὃς δὲ διυπνισθεὶς μετέβη AP 9.378 (Pall.), ἐκεῖνος δὲ διυπνισθεὶς σὺν ἡδονῇ Aesop.28, cf. 307
•quedarse dormido τοῦ γὰρ διυπνισθῆναι αἰτία ἡ τῆς τροφῆς πέψις Simp.in Ph.1258.25
•permanecer despierto, alerta, A.Andr.Gr.50.18.
French (Bailly abrégé)
1 éveiller;
2 s'éveiller.
Étymologie: διά, ὑπνίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διυπνίζω: (ὕπνος) ἐξεγείρω ἐξ ὕπνου, μεταβ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 45· ἀμεταβ., Λουκ. Ὠκύπ. 108· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀνθ. Π. 9. 378.
Greek Monolingual
διυπνίζω (AM)
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον
2. κοιμάμαι.
Greek Monotonic
διυπνίζω: μέλ. -σω (ὕπνος), ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διυπνίζω:
1) пробуждать: διυπνισθείς Anth. проснувшийся;
2) просыпаться (νυκτὸς διυπνίσας Luc.).