εὔδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] baumreich, mit schönen Bäumen, [[ἄλσος]] Pind. Ol. 8, 9; [[ὄχθος]] N. 11, 25, vgl. P. 4, 74; χόρτοι, baumreiche Triften, Eur. I. T. 134; ὕλη Alc. Mess. 8 (VI, 218). Auch in Prosa, [[ὄρος]] Luc. Peregr. 21; χώρη εὐδενδροτάτη Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] baumreich, mit schönen Bäumen, [[ἄλσος]] Pind. Ol. 8, 9; [[ὄχθος]] N. 11, 25, vgl. P. 4, 74; χόρτοι, baumreiche Triften, Eur. I. T. 134; ὕλη Alc. Mess. 8 (VI, 218). Auch in Prosa, [[ὄρος]] Luc. Peregr. 21; χώρη εὐδενδροτάτη Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />planté de beaux arbres <i>ou</i> couvert d'arbres.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δένδρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔδενδρος''': -ον, ἔχων ἄφθονα καὶ καλὰ δένδρα, Πινδ. Ο. 8. 12, Π. 4. 131, Εὐρ. Ι. Τ. 134, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. π. Ἀερων 288, Στράβ. 100.
|lstext='''εὔδενδρος''': -ον, ἔχων ἄφθονα καὶ καλὰ δένδρα, Πινδ. Ο. 8. 12, Π. 4. 131, Εὐρ. Ι. Τ. 134, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. π. Ἀερων 288, Στράβ. 100.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />planté de beaux arbres <i>ou</i> couvert d'arbres.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δένδρον]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδενδρος Medium diacritics: εὔδενδρος Low diacritics: εύδενδρος Capitals: ΕΥΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: eúdendros Transliteration B: eudendros Transliteration C: eydendros Beta Code: eu)/dendros

English (LSJ)

ον, well-wooded, abounding in fair trees, ἄλσος Pi.O.8.9; μάτηρ (sc. Γαῖα) Id.P.4.74; τέμενος Simon. 13; χόρτοι E.IT134 (lyr.), etc.: also in Prose, Hp.Aër.12 (Sup.), Str.2.3.4, Ph.2.117.

German (Pape)

[Seite 1061] baumreich, mit schönen Bäumen, ἄλσος Pind. Ol. 8, 9; ὄχθος N. 11, 25, vgl. P. 4, 74; χόρτοι, baumreiche Triften, Eur. I. T. 134; ὕλη Alc. Mess. 8 (VI, 218). Auch in Prosa, ὄρος Luc. Peregr. 21; χώρη εὐδενδροτάτη Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté de beaux arbres ou couvert d'arbres.
Étymologie: εὖ, δένδρον.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδενδρος: -ον, ἔχων ἄφθονα καὶ καλὰ δένδρα, Πινδ. Ο. 8. 12, Π. 4. 131, Εὐρ. Ι. Τ. 134, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. π. Ἀερων 288, Στράβ. 100.

English (Slater)

εὔδενδρος well wooded ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) cf. παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (διὰ τὰ τῶν ἐλαιῶν φυτὰ, ἅπερ Ἡρακλῆς ἐξ Ψπερβορέων κομίσας ἐνεφύτευσε τῇ γῇ. Σ.) (N. 11.25) πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος (P. 4.73) εὔδ]ενδροι (supp. Lobel) Δ. 4. h. 4.

Greek Monolingual

εὔδενδρος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά ή ωραία δέντρα («εὔδενδρον τέμενος», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δένδρον.

Greek Monotonic

εὔδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά και καλά δέντρα, αυτός που είναι γεμάτος με ωραία δέντρα, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔδενδρος:
1) обильный деревьями, т. е. густой (ἄλσος Pind.; ὕλη Anth.);
2) покрытый лесами, лесистый (ὄχθος Pind.; χόρτοι Eur.; ὄρος Luc.).

Middle Liddell

εὔ-δενδρος, ον δένδρον
well-wooded, abounding in fair trees, Pind., Eur.