εὔμολπος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] schön singend, Paul. gil. 72 (IX, 596).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] schön singend, Paul. gil. 72 (IX, 596).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui chante bien, harmonieusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μολπή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμολπος''': -ον, ὁ [[ἡδέως]] μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, [[ὄνομα]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - [[εὐμολπέω]], [[μέλπω]] [[καλῶς]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - [[εὐμολπία]], ἡ, «[[εὐφωνία]]» Ἡσύχ.
|lstext='''εὔμολπος''': -ον, ὁ [[ἡδέως]] μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, [[ὄνομα]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - [[εὐμολπέω]], [[μέλπω]] [[καλῶς]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - [[εὐμολπία]], ἡ, «[[εὐφωνία]]» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui chante bien, harmonieusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μολπή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμολπος Medium diacritics: εὔμολπος Low diacritics: εύμολπος Capitals: ΕΥΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: eúmolpos Transliteration B: eumolpos Transliteration C: eymolpos Beta Code: eu)/molpos

English (LSJ)

ον, sweetly singing, AP9.396 (Paul. Sil.): as pr.n.in h.Cer.154, etc. See also Εὔμολπος (Eumolpus).

German (Pape)

[Seite 1081] schön singend, Paul. gil. 72 (IX, 596).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chante bien, harmonieusement.
Étymologie: εὖ, μολπή.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμολπος: -ον, ὁ ἡδέως μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, ὄνομα ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, μέλπω καλῶς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

εὔμολπος, -ον (Α)
1. αυτός που τραγουδάει γλυκά και μελωδικά
2. αυτός που τραγουδιέται μελωδικά, ο γεμάτος αρμονία
3. και ως κύριο όνομα Εὔμολπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μολπή (< μέλπω)].

Greek Monotonic

εὔμολπος: -ον, (μολπή), αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμολπος: хорошо поющий Anth.

Middle Liddell

εὔ-μολπος, ον μολπή
sweetly singing, Anth.