διαγλάφω: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[excavar]] εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν <i>Od</i>.4.438. | |dgtxt=[[excavar]] εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν <i>Od</i>.4.438. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. part. fém.</i> διαγλάψασα;<br />creuser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], et γλαφ- cf. [[γλαφυρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαγλάφω''': [[σκάπτω]], [[κοιλαίνω]], εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’. | |lstext='''διαγλάφω''': [[σκάπτω]], [[κοιλαίνω]], εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:35, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ] scoop out, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' (v.l. διαγνάψω) Od.4.438.
Spanish (DGE)
excavar εὐνὰς δ' ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' ἁλίῃσιν Od.4.438.
French (Bailly abrégé)
ao. part. fém. διαγλάψασα;
creuser.
Étymologie: διά, et γλαφ- cf. γλαφυρός.
Greek (Liddell-Scott)
διαγλάφω: σκάπτω, κοιλαίνω, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’.
English (Autenrieth)
aor. part. διαγλάψασα: scoop out, Od. 4.438†.
Greek Monolingual
διαγλάφω (Α) γλάφω
σκάβω, σχηματίζω κοίλωμα.
Greek Monotonic
διαγλάφω: [ᾰ], μέλ. -ψω, σκάβω, κάνω κάτι κοίλο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
διαγλάφω: (ᾰ) выкапывать, рыть (εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι Hom.).
Middle Liddell
fut. ψω
to scoop out, Od.