δρηστοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0667.png Seite 667]] ἡ, das [[Dienen]], Apoll Lex. Homer p. 60, 22 [[δρηστοσύνην]]· διακονίαν; Homer einmal, Odyss. 15, 321 δρησ τοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]]; vielleicht las Apollon. δρηστοσ ύνην – ἐρίσσειε, Griech. accusat; – im plur., Inscr. 939.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0667.png Seite 667]] ἡ, das [[Dienen]], Apoll Lex. Homer p. 60, 22 [[δρηστοσύνην]]· διακονίαν; Homer einmal, Odyss. 15, 321 δρησ τοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς [[ἄλλος]]; vielleicht las Apollon. δρηστοσ ύνην – ἐρίσσειε, Griech. accusat; – im plur., Inscr. 939.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />service, fonction de serviteur.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δρηστοσύνη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ δραστ-, [[δραστηριότης]] περὶ τὴν διακονίαν, Ὀδ. Ο. 321· δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη Συλλ. Ἐπιγρ. 939.
|lstext='''δρηστοσύνη''': ἡ, Ἰων. ἀντὶ δραστ-, [[δραστηριότης]] περὶ τὴν διακονίαν, Ὀδ. Ο. 321· δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη Συλλ. Ἐπιγρ. 939.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />service, fonction de serviteur.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρηστοσύνη Medium diacritics: δρηστοσύνη Low diacritics: δρηστοσύνη Capitals: ΔΡΗΣΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: drēstosýnē Transliteration B: drēstosynē Transliteration C: dristosyni Beta Code: drhstosu/nh

English (LSJ)

ἡ, Ep. for δραστ-, service, Od. 15.321; δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG3.1310.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Morfología: [plu. dat. -ῃσι IG 22.11205.1 (Atenas, imper.)]
servicio, labores domésticas, Od.15.321, plu. δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη IG l.c.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ, das Dienen, Apoll Lex. Homer p. 60, 22 δρηστοσύνην· διακονίαν; Homer einmal, Odyss. 15, 321 δρησ τοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος; vielleicht las Apollon. δρηστοσ ύνην – ἐρίσσειε, Griech. accusat; – im plur., Inscr. 939.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
service, fonction de serviteur.
Étymologie: δράω.

Greek (Liddell-Scott)

δρηστοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ δραστ-, δραστηριότης περὶ τὴν διακονίαν, Ὀδ. Ο. 321· δμωὶς δρηστοσύνῃσι κεκασμένη Συλλ. Ἐπιγρ. 939.

English (Autenrieth)

(δρηστήρ): work, service, Od. 15.321†.

Greek Monolingual

δρηστοσύνη, η (Α)
περιποίηση, εξυπηρέτηση, διακονία.

Greek Monotonic

δρηστοσύνη: Ιων. αντί δραστ- (δράω), υπηρεσία, εξυπηρέτηση, περιποίηση, εκδούλευση, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

δρηστοσύνη, ἡ, n [ionic for δραστοσύνη δράω
service, Od.