δυσσύνοπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0688.png Seite 688]] schwer zu übersehen, zu erkennen; [[ποταμός]] Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ [[δυσθεώρητος]] Iambl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0688.png Seite 688]] schwer zu übersehen, zu erkennen; [[ποταμός]] Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ [[δυσθεώρητος]] Iambl.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à voir d'ensemble, difficile à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[σύνοπτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσσύνοπτος''': -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, [[δυσθεώρητος]]· ἀντίθ. [[εὐσύνοπτος]], Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.
|lstext='''δυσσύνοπτος''': -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, [[δυσθεώρητος]]· ἀντίθ. [[εὐσύνοπτος]], Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à voir d'ensemble, difficile à distinguer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[σύνοπτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσσύνοπτος Medium diacritics: δυσσύνοπτος Low diacritics: δυσσύνοπτος Capitals: ΔΥΣΣΥΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: dyssýnoptos Transliteration B: dyssynoptos Transliteration C: dyssynoptos Beta Code: dussu/noptos

English (LSJ)

ον, hard to get a view of, Plb.3.84.2, etc.: metaph., Iamb.VP30.182.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de divisar, poco visible δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2, ποταμός Plb.8.26.6
de abstr. difícil de captar δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσιν Iambl.VP 182, τὰ πάθη Gal.19.538.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu übersehen, zu erkennen; ποταμός Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ δυσθεώρητος Iambl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à voir d'ensemble, difficile à distinguer.
Étymologie: δυσ-, σύνοπτος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσσύνοπτος: -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, δυσθεώρητος· ἀντίθ. εὐσύνοπτος, Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσσύνοπτος, -ον)
νεοελλ.
(για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει
αρχ.
αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.).

Greek Monotonic

δυσσύνοπτος: -ον, δύσκολος ως προς τη θέαση, δυσθεώρητος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

δυσσύνοπτος: с трудом обозримый, плохо видный (ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Polyb.).

Middle Liddell

δυσ-σύνοπτος, ον
hard to get a view of, Polyb.