Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεχής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[discontinuo]] op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα [[διάλειμμα]] Hero <i>Def</i>.97, cf. Procl.<i>in Euc</i>.119.16, [[ἀναλογία]] Procl.<i>in Ti</i>.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.<i>in Prm</i>.454, cf. <i>Theol.Ar</i>.36<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[discontinuidad]] τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21.
|dgtxt=-ές<br />[[discontinuo]] op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα [[διάλειμμα]] Hero <i>Def</i>.97, cf. Procl.<i>in Euc</i>.119.16, [[ἀναλογία]] Procl.<i>in Ti</i>.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.<i>in Prm</i>.454, cf. <i>Theol.Ar</i>.36<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[discontinuidad]] τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />interrompu, disjoint, séparé.<br />'''Étymologie:''' [[διέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διεχής''': -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. [[συνεχής]], Πλούτ. 2. 115F.
|lstext='''διεχής''': -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. [[συνεχής]], Πλούτ. 2. 115F.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />interrompu, disjoint, séparé.<br />'''Étymologie:''' [[διέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεχής Medium diacritics: διεχής Low diacritics: διεχής Capitals: ΔΙΕΧΗΣ
Transliteration A: diechḗs Transliteration B: diechēs Transliteration C: diechis Beta Code: diexh/s

English (LSJ)

ές, discontinuous, opp. συνεχής, Plu.2.115f, Aristid.Quint.3.10; σπεῖρα Procl.in Euc.p.119 F.

Spanish (DGE)

-ές
discontinuo op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα διάλειμμα Hero Def.97, cf. Procl.in Euc.119.16, ἀναλογία Procl.in Ti.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.in Prm.454, cf. Theol.Ar.36
subst. τὸ δ. discontinuidad τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
interrompu, disjoint, séparé.
Étymologie: διέχω.

Greek (Liddell-Scott)

διεχής: -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. συνεχής, Πλούτ. 2. 115F.

Greek Monolingual

διεχής, -ές (Α)
ξεχωρισμένος, ασυνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -εχής < έχω (πρβλ. συνεχής, προσεχής)].

Russian (Dvoretsky)

διεχής: разделенный, раздельный, обособленный (ἀγαθὰ διεχῆ τε καὶ δυσκόλως συνερχόμενα πρὸς αὐτοῖς Plut.): μὴ δ. Plut. непрерывный, сплошной.