γυναικώδης: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] ες, weibisch, schwächlich, καὶ ἀγεννές Pol. 2, 56, 9; καὶ [[ἄνανδρος]] Plut. Sol. 21; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] ες, weibisch, schwächlich, καὶ ἀγεννές Pol. 2, 56, 9; καὶ [[ἄνανδρος]] Plut. Sol. 21; a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />semblable à une femme, efféminé.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γῠναικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πρὸς γυναῖκα [[ὅμοιος]], [[γυναικεῖος]], Πολύβ. 2. 56, 9. | |lstext='''γῠναικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πρὸς γυναῖκα [[ὅμοιος]], [[γυναικεῖος]], Πολύβ. 2. 56, 9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ες, woman-like, womanish, τὸ ἀγεννὲς καὶ γ. Plb.2.56.9, cf. D.S.2.24, Ph.1.366; ἄνανδρα καὶ γ. πάθη Plu.Sol.21: -ῶδες φθέγγεσθαι Luc.Nigr.11. Adv. -δῶς Sch.Ar.Th.575.
Spanish (DGE)
-ες
I 1propio de mujer, mujeril οὗτος ... τερατείας γυναικώδους ἐστὶ πλήρης Plb.12.24.5, πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας ἀγεννὴς καὶ γ. del rey Prusias, Plb.36.15.1, cf. 2.56.9, ζῆλος D.S.2.24, ἄνανδρος καὶ γ. συνήθεια Ph.1.366, cf. Plu.Sol.21, Gr.Nyss.V.Mos.27.26, μικρὸν φθέγγονται καὶ ἰσχνὸν καὶ γυναικῶδες emiten un grito pequeño, débil y mujeril Luc.Nigr.11
•de tipo femenino τὰ ὑγρὰ τῶν σωμάτων καὶ γυναικωδέστερα Ar.Byz.Epit.1.84.
2 que tiene aspecto de mujer λευκοί, γυναικώδεες de ciertos enfermos crónicos, Aret.SD 2.1.8, cf. 2.5.2, 3.
II adv. -ῶς afeminadamente ἐψίλωτο γὰρ ὁ Κλεισθένης τὰς γνάθους γ. Sch.Ar.Th.575.
German (Pape)
[Seite 511] ες, weibisch, schwächlich, καὶ ἀγεννές Pol. 2, 56, 9; καὶ ἄνανδρος Plut. Sol. 21; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
semblable à une femme, efféminé.
Étymologie: γυνή, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικώδης: -ες, (εἶδος) πρὸς γυναῖκα ὅμοιος, γυναικεῖος, Πολύβ. 2. 56, 9.
Greek Monolingual
-ες (AM γυναικώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρώδης)].
Russian (Dvoretsky)
γῠναικώδης: женоподобный, женственный Polyb., Plut., Luc., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικώδης -ες [γυνή, εἶδος] ongunstig, post-klass. verwijfd.