δυσαντίβλεπτος: Difference between revisions
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben [[φοβερός]] Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben [[φοβερός]] Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on n’ose regarder en face, terrible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀντιβλέπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαντίβλεπτος''': -ον, ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἴδῃ τις κατὰ [[πρόσωπον]], Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861. | |lstext='''δυσαντίβλεπτος''': -ον, ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ἴδῃ τις κατὰ [[πρόσωπον]], Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον [[εἶναι]] νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to look in the face, Plu.Marc.23; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων Corn.ND20; hard to face, ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. Syrian. in Metaph.178.30; hard to vie with, Philostr. Jun.Im.Praef.; ὠφέλεια Agathin. ap. Orib.10.7.6.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de mirar cara a cara τὸ ἐν τοῖς ὅπλοις ἀνυπόστατον ἔτι μᾶλλον ἐν τῇ περιπορφύρῳ ... ἡγοῦντο ... δυσαντίβλεπτον Plu.Marc.23
•neutr. como adv. δ. στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων de las fieras, Corn.ND 20
•fig. difícil de afrontar ἀπορία Syrian.in Metaph.178.30.
2 con lo que es difícil competir, difícil de igualar τὸ μέγεθος τῆς ... ὠφελείας Agathin. en Orib.10.7.6, cf. Plu.2.530e, τὸ πρεσβύτερον ref. al arte antiguo, Philostr.Iun.Im.proem.1.
German (Pape)
[Seite 676] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben φοβερός Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on n’ose regarder en face, terrible.
Étymologie: δυσ-, ἀντιβλέπω.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαντίβλεπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ ἴδῃ τις κατὰ πρόσωπον, Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον εἶναι νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861.
Greek Monolingual
δυσαντίβλεπτος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να κοιτάξει κατάματα.
Greek Monotonic
δυσαντίβλεπτος: -ον (ἀντιβλέπω), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει κάποιος κατά πρόσωπο, φρικιαστικός, αποτρόπαιος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσαντίβλεπτος: страшный на вид (φοβερὸς καὶ δ. Plut.).
Middle Liddell
δυσ-αντίβλεπτος, ον adj ἀντιβλέπω
hard to look in the face, Plut.