εὐρυρέων: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP) v\. ([\p{Greek}\s]+) " to " v. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] οντος, dasselbe, Axios, Il. 2, 849; [[Φᾶσις]] Ap. Rh. 2, 1261; vor Wolf getrennt geschrieben. Vgl. Pind. Ol. 5, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] οντος, dasselbe, Axios, Il. 2, 849; [[Φᾶσις]] Ap. Rh. 2, 1261; vor Wolf getrennt geschrieben. Vgl. Pind. Ol. 5, 18.
}}
{{bailly
|btext=έουσα, έον;<br /><i>c.</i> [[εὐρυρέεθρος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐρυρέων''': -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς [[εὐρυρέων]] Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] εὐρυρέω ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Ε. 545 [[ἀναγνωστέον]] εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται [[διῃρημένως]]: εὐρὺ ῥέων.
|lstext='''εὐρυρέων''': -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς [[εὐρυρέων]] Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει [[ῥῆμα]] εὐρυρέω ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Ε. 545 [[ἀναγνωστέον]] εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται [[διῃρημένως]]: εὐρὺ ῥέων.
}}
{{bailly
|btext=έουσα, έον;<br /><i>c.</i> [[εὐρυρέεθρος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠρέων Medium diacritics: εὐρυρέων Low diacritics: ευρυρέων Capitals: ΕΥΡΥΡΕΩΝ
Transliteration A: euryréōn Transliteration B: euryreōn Transliteration C: evryreon Beta Code: eu)rure/wn

English (LSJ)

ουσα, ον, broad-flowing, shd. be written divisim, Il.2.849, etc.

German (Pape)

[Seite 1095] οντος, dasselbe, Axios, Il. 2, 849; Φᾶσις Ap. Rh. 2, 1261; vor Wolf getrennt geschrieben. Vgl. Pind. Ol. 5, 18.

French (Bailly abrégé)

έουσα, έον;
c. εὐρυρέεθρος.
Étymologie: εὐρύς, ῥέω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυρέων: -ουσα, -ον, εὐρέως ῥέων, Ἀξιὸς εὐρυρέων Ἰλ. Β. 849., Π. 288., Φ. 157· Ἀλφεὸς Πινδ. Ο. 5. 44. - Δὲν ὑπάρχει ῥῆμα εὐρυρέω (διότι ἐν Ἰλ. Ε. 545 ἀναγνωστέον εὐρὺ ῥέει), δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτάταις καὶ ἀρίσταις ἐκδ. γράφεται διῃρημένως: εὐρὺ ῥέων.

Greek Monolingual

εὐρυρέων, -ουσα, -ον (Α)
αυτός που ρέει σε πλατιά κοίτη («Ἀλφεὸν εὐρυρέοντα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + ρέων (< ρέω)].

Greek Monotonic

εὐρυρέων: -ουσα, -ον (ῥέω), αυτός που έχει πλατιά κανάλια, που έχει πλατιά ροή, σε Ομήρ. Ιλ.· δεν υπάρχει ρήμα εὐρυρέω, βλ. εὖ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠρέων: έουσα, έον Hom., Pind. = εὐρυρέεθρος.

Middle Liddell

[ῥέω]
broad-flowing, Il. —there is no such verb as εὐρυρέω, v. εὖ fin.