θέρμω: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1202.png Seite 1202]] erwärmen, heiß machen; θέρμετε [[ὕδωρ]] Od. 8, 426; Ar. Ran. 1339. – Pass. warm werden, θέρμετο δ' [[ὕδωρ]] Il. 18, 348 Od. 8, 437.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1202.png Seite 1202]] erwärmen, heiß machen; θέρμετε [[ὕδωρ]] Od. 8, 426; Ar. Ran. 1339. – Pass. warm werden, θέρμετο δ' [[ὕδωρ]] Il. 18, 348 Od. 8, 437.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> chauffer, échauffer;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> s'échauffer, être chaud.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέρμω''': ([[θέρω]]), [[θερμαίνω]], ζεσταίνω, θέρμετε δ’ [[ὕδωρ]] Ὀδ. Θ. 426, Ἀριστοφ. Βατρ. 1339. - Παθ., θερμαίνομαι, [[γίνομαι]] [[θερμός]], θέρμετο δ’ [[ὕδωρ]] Ὀδ. Θ. 437, Ἰλ. Σ. 348· πνοιῇ... [[μετάφρενον]] εὐρέε τ’ ὤμω θέρμετ’ Ψ. 381· θέρμετο δὲ χθὼν Ἐπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[ἔνδιος]]· μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ’ (Ἐπ. ἀντὶ θέρμηται) ἀϋτμὴ Ὀππ. Ἁλ. 3. 522. - Ἅπαντες οἱ τύποι (καὶ οὐδεὶς [[ἕτερος]] ἀπαντᾷ) ἠδύναντο νὰ ὑπαχθῶσιν εἰς ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ παθ. τοῦ [[θερμαίνω]]· ἐν τῇ Ἰλιάδι [[ὅμως]] (ἔνθ’ ἀνωτ.) [[εἶναι]] φανερὰ ἡ [[σημασία]] τοῦ παρατ.
|lstext='''θέρμω''': ([[θέρω]]), [[θερμαίνω]], ζεσταίνω, θέρμετε δ’ [[ὕδωρ]] Ὀδ. Θ. 426, Ἀριστοφ. Βατρ. 1339. - Παθ., θερμαίνομαι, [[γίνομαι]] [[θερμός]], θέρμετο δ’ [[ὕδωρ]] Ὀδ. Θ. 437, Ἰλ. Σ. 348· πνοιῇ... [[μετάφρενον]] εὐρέε τ’ ὤμω θέρμετ’ Ψ. 381· θέρμετο δὲ χθὼν Ἐπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[ἔνδιος]]· μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ’ (Ἐπ. ἀντὶ θέρμηται) ἀϋτμὴ Ὀππ. Ἁλ. 3. 522. - Ἅπαντες οἱ τύποι (καὶ οὐδεὶς [[ἕτερος]] ἀπαντᾷ) ἠδύναντο νὰ ὑπαχθῶσιν εἰς ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ παθ. τοῦ [[θερμαίνω]]· ἐν τῇ Ἰλιάδι [[ὅμως]] (ἔνθ’ ἀνωτ.) [[εἶναι]] φανερὰ ἡ [[σημασία]] τοῦ παρατ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> chauffer, échauffer;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> s'échauffer, être chaud.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 20:07, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρμω Medium diacritics: θέρμω Low diacritics: θέρμω Capitals: ΘΕΡΜΩ
Transliteration A: thérmō Transliteration B: thermō Transliteration C: thermo Beta Code: qe/rmw

English (LSJ)

(θέρω) heat, make hot, only in pres. or impf. forms, θέρμετε δ' ὕδωρ Od.8.426, Ar.Ra.1339:—Pass., grow hot, θέρμετο δ' ὕδωρ Od. 8.437, Il.18.348; πνοιῇ… μετάφρενον εὐρέε τ' ὤμω θέρμετ' 23.381; θέρμετο δὲ χθών Call.Fr.anon.24; μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ' (Ep. for θέρμηται) ἀϋτμή Opp.H.3.522.

German (Pape)

[Seite 1202] erwärmen, heiß machen; θέρμετε ὕδωρ Od. 8, 426; Ar. Ran. 1339. – Pass. warm werden, θέρμετο δ' ὕδωρ Il. 18, 348 Od. 8, 437.

French (Bailly abrégé)

1 chauffer, échauffer;
2 Pass. s'échauffer, être chaud.
Étymologie: θερμός.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμω: (θέρω), θερμαίνω, ζεσταίνω, θέρμετε δ’ ὕδωρ Ὀδ. Θ. 426, Ἀριστοφ. Βατρ. 1339. - Παθ., θερμαίνομαι, γίνομαι θερμός, θέρμετο δ’ ὕδωρ Ὀδ. Θ. 437, Ἰλ. Σ. 348· πνοιῇ... μετάφρενον εὐρέε τ’ ὤμω θέρμετ’ Ψ. 381· θέρμετο δὲ χθὼν Ἐπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἔνδιος· μή πού τις ἐνὶ χροῒ θέρμετ’ (Ἐπ. ἀντὶ θέρμηται) ἀϋτμὴ Ὀππ. Ἁλ. 3. 522. - Ἅπαντες οἱ τύποι (καὶ οὐδεὶς ἕτερος ἀπαντᾷ) ἠδύναντο νὰ ὑπαχθῶσιν εἰς ἐνεργ. ἀόρ. β΄ καὶ παθ. τοῦ θερμαίνω· ἐν τῇ Ἰλιάδι ὅμως (ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι φανερὰ ἡ σημασία τοῦ παρατ.

English (Autenrieth)

imp. θέρμετε:=θερμαίνω, pass., Il. 23.381.

Greek Monolingual

θέρμω (Α)
ζεσταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μετονοματικό του θερμός που απαντά μόνο στον ενεστ. και πρτ. και σχηματίστηκε είτε με επίθημα y-e/o- είτε με θεματικό φωνήεν].

Greek Monotonic

θέρμω: (θέρω), θερμαίνω, ζεσταίνω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. Παθ., ζεσταίνομαι, θερμαίνομαι, αναπτύσσω θερμότητα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

θέρμω: греть, согревать, нагревать (ὕδωρ Hom., Arph.).

Middle Liddell

θέρμω, θέρω
to heat, make hot, Od., Ar.:—Pass. to be heated, grow hot, Hom.