destroy: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
(Woodhouse 2)
 
(CSV3)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse
{{Woodhouse1
|Image=[[File:woodhouse_218.jpg]]
|Text=[[File:woodhouse_218.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_218.jpg}}]]'''v. trans.'''
 
P. and V. φθείρειν, [[διαφθείρω|διαφθείρειν]], καταφθείρειν (Plat. but rare P.), [[ἀπόλλυμι|ἀπολλύναι]], διολλύναι, ἐξολλύναι, καθαιρεῖν, [[ἀναιρέω|ἀναιρεῖν]], ἀναλίσκειν, ἀναλοῦν, ἐξαναλίσκειν, κατεργάζεσθαι, ἀποφθείρειν (Thuc. but rare P.), V. ὀλλύναι, ἐξαπολλύναι, ἀϊστοῦν, <b class="b2">ᾀ</b>στοῦν, ἐξαϊστοῦν, ἐξαποφθείρειν, καταφθίσαι (1st aor. of καταφθίνειν) <b class="b2"></b>, ἀποφθίσαι (1st aor. of ἀποφθίνειν), πέρθειν, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, διαπράσσειν, ἐκπράσσειν, P. διαχρῆσθαι; see [[kill]], [[ravage, corrupt, ruin, annihilate]].
 
<b class="b2">Destroy beforehand</b>: P. προδιαφθείρειν.
 
<b class="b2">Be destroyed beforehand</b>: P. προαπόλλυσθαι.
 
<b class="b2">Destroy inaddition</b>: P. and V. προσδιαφθείρειν.
 
<b class="b2">Destroy in return</b>: P. and V. ἀνταπολλύναι.
 
<b class="b2">Destroy together</b>: V. συνδιολλύναι (Eur., <b class="b2">Frag.</b>).
 
<b class="b2">Help to destroy</b>: P. συγκαθαιρεῖν (acc.), συναπολλύναι (acc.).
 
<b class="b2">Destroyed utterly</b>, adj.: Ar. and P. [[ἐξώλης]], P. [[προώλης]], V. [[ἄϊστος]], [[πανώλης]], Ar. and V. [[πανώλεθρος]]; see [[ruined]].
}}
}}

Revision as of 09:27, 21 July 2017

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 218.jpg

v. trans.

P. and V. φθείρειν, διαφθείρειν, καταφθείρειν (Plat. but rare P.), ἀπολλύναι, διολλύναι, ἐξολλύναι, καθαιρεῖν, ἀναιρεῖν, ἀναλίσκειν, ἀναλοῦν, ἐξαναλίσκειν, κατεργάζεσθαι, ἀποφθείρειν (Thuc. but rare P.), V. ὀλλύναι, ἐξαπολλύναι, ἀϊστοῦν, στοῦν, ἐξαϊστοῦν, ἐξαποφθείρειν, καταφθίσαι (1st aor. of καταφθίνειν) , ἀποφθίσαι (1st aor. of ἀποφθίνειν), πέρθειν, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, διαπράσσειν, ἐκπράσσειν, P. διαχρῆσθαι; see kill, ravage, corrupt, ruin, annihilate.

Destroy beforehand: P. προδιαφθείρειν.

Be destroyed beforehand: P. προαπόλλυσθαι.

Destroy inaddition: P. and V. προσδιαφθείρειν.

Destroy in return: P. and V. ἀνταπολλύναι.

Destroy together: V. συνδιολλύναι (Eur., Frag.).

Help to destroy: P. συγκαθαιρεῖν (acc.), συναπολλύναι (acc.).

Destroyed utterly, adj.: Ar. and P. ἐξώλης, P. προώλης, V. ἄϊστος, πανώλης, Ar. and V. πανώλεθρος; see ruined.