κατάμεμπτος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; [[γῆρας]] Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; [[γῆρας]] Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />méprisé, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[καταμέμφομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάμεμπτος''': -ον, [[ἄξιος]] μομφῆς, περιφρονήσεως, [[γῆρας]] κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, [[αὐτόθι]] 1695. | |lstext='''κατάμεμπτος''': -ον, [[ἄξιος]] μομφῆς, περιφρονήσεως, [[γῆρας]] κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, [[αὐτόθι]] 1695. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:22, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, blamed by all, abhorred, γῆρας S.OC1235 (lyr.): neuter plural as adverb, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον ye have fared not so as to have cause to find fault, ib.1696 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1363] tadelhaft, getadelt, Vorwürfen ausgesetzt; γῆρας Soph. O. C. 1236; adverbial, οὔ τοι κατάμεμπτ' ἔβητον 1693, ihr kamt nicht auf eine Weise, über die ihr euch beklagen könnt. Von
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
méprisé, méprisable.
Étymologie: καταμέμφομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμεμπτος: -ον, ἄξιος μομφῆς, περιφρονήσεως, γῆρας κ. καὶ ἀπροσόμιλον Σοφ. Ο. Κ. 1235· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἐβήτην, δὲν ἤλθετε ἐδῶ νὰ εὕρητε ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, αὐτόθι 1695.
Greek Monolingual
κατάμεμπτος, -ον (Α) καταμέμφομαι
αυτός που κατηγορείται ή καταφρονείται από όλους («γῆρας κατάμεμπτον», Σοφ.).
Greek Monotonic
κατάμεμπτος: -ον, αξιοκατάκριτος από όλους, απεχθής, σε Σοφ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ώστε να υπάρχει αφορμή για επίκριση, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάμεμπτος -ον, adj. verb. van καταμέμφομαι, afkeurenswaardig; n. plur. adv. κατάμεμπτα:. οὔ τοι κατάμεμπτ’ ἔβητον de weg die jullie hebben afgelegd is niet afkeurenswaard Soph. OC 1696.
Russian (Dvoretsky)
κατάμεμπτος: (всеми) порицаемый, т. е. тягостный, ужасный (τὸ γῆρας Soph.).
Middle Liddell
κατάμεμπτος, ον
blamed by all, abhorred, Soph.: neut. pl. as adv. so as to have cause to find fault, Il.