λεπτόδομος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0030.png Seite 30]] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />bâti légèrement, fragile.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[δέμω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτόδομος''': -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, [[λεπτός]], [[πεῖσμα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 112. | |lstext='''λεπτόδομος''': -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, [[λεπτός]], [[πεῖσμα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 112. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (δέμω) slightly framed, slight, πείσματα A.Pers.112 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 30] dünn-, seingebaut, sein, πείσματα Aesch. Pers. 112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti légèrement, fragile.
Étymologie: λεπτός, δέμω.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόδομος: -ον, λεπτῶς κατεσκευασμένος, λεπτός, πεῖσμα Αἰσχύλ. Πέρσ. 112.
Greek Monolingual
λεπτόδομος, -ον (Α)
κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλόδομος, πρόδομος].
Greek Monotonic
λεπτόδομος: -ον (δέμω), κατασκευασμένος με λεπτότητα, κομψός, λεπτοκαμωμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόδομος: δέμω тонко сработанный, тонкий (πείσματα Aesch.).