ναυπηγέω: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] ein Schiffsbauer sein, Schiffe zimmern, bauen; Plat. Alc. I, 107 c; Pol. 1, 36, 8; pass., Xen. Hell. 1, 3, 11. – Gew. im med., [[ναῦς]] ναυπηγέεσθαι, Her. 1, 27. 2, 96. 6, 46; τριήρεις, Andoc. 3, 5; Plat. Menex. 245 a; πλοῖα, Dem. 17, 28; [[σκάφη]], Pol. 1, 20, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] ein Schiffsbauer sein, Schiffe zimmern, bauen; Plat. Alc. I, 107 c; Pol. 1, 36, 8; pass., Xen. Hell. 1, 3, 11. – Gew. im med., [[ναῦς]] ναυπηγέεσθαι, Her. 1, 27. 2, 96. 6, 46; τριήρεις, Andoc. 3, 5; Plat. Menex. 245 a; πλοῖα, Dem. 17, 28; [[σκάφη]], Pol. 1, 20, 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐναυπηγήθην, <i>pf. part.</i> νεναυπαγημένος;<br />construire un navire <i>ou</i> des vaisseaux, être constructeur de vaisseaux;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ναυπηγέομαι]], [[ναυπηγοῦμαι]];<br /><b>1</b> construire des vaisseaux pour son usage;<br /><b>2</b> faire construire des vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυπηγέω''': [[κατασκευάζω]] πλοῖα, Ἀριστοφ. Πλ. 513, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 107C (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ ἀπαρέμφ.)· συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ναῦς]] ναυπηγοῦμαι, [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτὸν πλοῖα, βάλλω νὰ κατασκευάσωσι δι’ ἐμὲ πλοῖα, ἀλλὰ συχν. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 2. 96., 6. 46· ἐπί τινι, [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 1. 27· ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Θουκ. 1. 31· τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα Ἀνδοκ. 24. 7, πρβλ. Θουκ. 6. 90, Δημ. 219. 19: πρκμ. νεναυπήγημαι ἐν μέσ. σημασίᾳ, Διόδ. 20. 16 ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζομαι, Θουκ. 1. 13 (ἄλλ.: ἐνναυπηγηθῆναι): ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ Ξεν. Πόροι 4. 35, πρβλ. Ἑλλην. 1. 3, 17· καὶ ἴδε [[ἐνναυπηγέω]].
|lstext='''ναυπηγέω''': [[κατασκευάζω]] πλοῖα, Ἀριστοφ. Πλ. 513, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 107C (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ ἀπαρέμφ.)· συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ναῦς]] ναυπηγοῦμαι, [[κατασκευάζω]] δι’ ἐμαυτὸν πλοῖα, βάλλω νὰ κατασκευάσωσι δι’ ἐμὲ πλοῖα, ἀλλὰ συχν. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 2. 96., 6. 46· ἐπί τινι, [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 1. 27· ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Θουκ. 1. 31· τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα Ἀνδοκ. 24. 7, πρβλ. Θουκ. 6. 90, Δημ. 219. 19: πρκμ. νεναυπήγημαι ἐν μέσ. σημασίᾳ, Διόδ. 20. 16 ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζομαι, Θουκ. 1. 13 (ἄλλ.: ἐνναυπηγηθῆναι): ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ Ξεν. Πόροι 4. 35, πρβλ. Ἑλλην. 1. 3, 17· καὶ ἴδε [[ἐνναυπηγέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐναυπηγήθην, <i>pf. part.</i> νεναυπαγημένος;<br />construire un navire <i>ou</i> des vaisseaux, être constructeur de vaisseaux;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ναυπηγέομαι]], [[ναυπηγοῦμαι]];<br /><b>1</b> construire des vaisseaux pour son usage;<br /><b>2</b> faire construire des vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:51, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγέω Medium diacritics: ναυπηγέω Low diacritics: ναυπηγέω Capitals: ΝΑΥΠΗΓΕΩ
Transliteration A: naupēgéō Transliteration B: naupēgeō Transliteration C: nafpigeo Beta Code: nauphge/w

English (LSJ)

A to be a shipbuilder, build ships, Ar.Pl.513, Pl.Alc.1.107c:—more freq. in Med., πλοῖα, νέας ναυπηγέεσθαι, build oneself ships, get them built, Hdt.2.96, 6.46, cf. Pl.l.c.; ἐπί τινι against others, Hdt.1.27; ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Th.1.31; τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα And.3.5, cf. Th. 6.90, D.17.28: pf. νεναυπήγημαι in med. sense, D.S.20.16:—Pass., of ships, to be built, Th.1.13 (v.l. ἐνναυπηγηθῆναι); ὁπόσα ἂν οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ X.Vect.4.35, cf. HG1.3.17, Plu.2.321d. II metaph. in Med., contrive, 'engineer', τὰ πάντα νεναυπηγημένη ἐπὶ ταῖς Ῥωμαίων τύχαις J.AJ19.2.4.

German (Pape)

[Seite 232] ein Schiffsbauer sein, Schiffe zimmern, bauen; Plat. Alc. I, 107 c; Pol. 1, 36, 8; pass., Xen. Hell. 1, 3, 11. – Gew. im med., ναῦς ναυπηγέεσθαι, Her. 1, 27. 2, 96. 6, 46; τριήρεις, Andoc. 3, 5; Plat. Menex. 245 a; πλοῖα, Dem. 17, 28; σκάφη, Pol. 1, 20, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
Pass. ao. ἐναυπηγήθην, pf. part. νεναυπαγημένος;
construire un navire ou des vaisseaux, être constructeur de vaisseaux;
Moy. ναυπηγέομαι, ναυπηγοῦμαι;
1 construire des vaisseaux pour son usage;
2 faire construire des vaisseaux.
Étymologie: ναυπηγός.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγέω: κατασκευάζω πλοῖα, Ἀριστοφ. Πλ. 513, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 107C (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ ἀπαρέμφ.)· συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ναῦς ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν πλοῖα, βάλλω νὰ κατασκευάσωσι δι’ ἐμὲ πλοῖα, ἀλλὰ συχν. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 2. 96., 6. 46· ἐπί τινι, ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 1. 27· ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Θουκ. 1. 31· τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα Ἀνδοκ. 24. 7, πρβλ. Θουκ. 6. 90, Δημ. 219. 19: πρκμ. νεναυπήγημαι ἐν μέσ. σημασίᾳ, Διόδ. 20. 16 ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζομαι, Θουκ. 1. 13 (ἄλλ.: ἐνναυπηγηθῆναι): ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ Ξεν. Πόροι 4. 35, πρβλ. Ἑλλην. 1. 3, 17· καὶ ἴδε ἐνναυπηγέω.

Greek Monotonic

ναυπηγέω: (ναυπηγός), μέλ. -ήσω, κατασκευάζω πλοία, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., ναῦς ναυπηγέεσθαι, κατασκευάζω πλοία για τον εαυτό μου, αναθέτω την κατασκευή τους σε άλλον προς όφελός μου, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για πλοία, κατασκευάζομαι, ναυπηγούμαι, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ναυπηγέω: (преимущ. med.; ион. part. praes. med. ναυπηγεύμενος)
1) заниматься кораблестроением, строить суда Plat., Xen., Arph.;
2) (о кораблях), строить, сооружать, (ναῦς Her.; πλοῖα Dem.; σκάφη Polyb.);
3) снаряжать (στόλον Plut.).

Middle Liddell

ναυπηγός
to build ships, Ar., Plat.: —Mid., ναῦς ναυπηγέεσθαι to build oneself ships, get them built, Hdt., attic:—Pass., of ships, to be built, Thuc., Xen.