νίκα: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[νίκη]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νίκα''': προστ. τοῦ [[νικάω]], - ὡς οὐσ. τὸ [[νίκα]] ἦν τὸ [[σύνθημα]] τῶν στασιωτῶν κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ ἐν ἔτει 532 μ. Χρ., Προκ. Ι. 121, 13, ΙΙΙ. 97, 2, Προκ. Γαζ. ΙΙΙ. 2828Α.
|lstext='''νίκα''': προστ. τοῦ [[νικάω]], - ὡς οὐσ. τὸ [[νίκα]] ἦν τὸ [[σύνθημα]] τῶν στασιωτῶν κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ ἐν ἔτει 532 μ. Χρ., Προκ. Ι. 121, 13, ΙΙΙ. 97, 2, Προκ. Γαζ. ΙΙΙ. 2828Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[νίκη]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 21:59, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

dor. c. νίκη.

Greek (Liddell-Scott)

νίκα: προστ. τοῦ νικάω, - ὡς οὐσ. τὸ νίκα ἦν τὸ σύνθημα τῶν στασιωτῶν κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ ἐν ἔτει 532 μ. Χρ., Προκ. Ι. 121, 13, ΙΙΙ. 97, 2, Προκ. Γαζ. ΙΙΙ. 2828Α.

English (Slater)

νῑκα (-ας, -αν; -αι, -ᾶν, -αις, -ας.) victory in athletic events. νίκαν τριακοστὰν ἑλών (O. 8.66) ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντάν (v. ἐπωνύμιος) (O. 10.79) εὔδοξον ἅρματι νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ (P. 6.17) ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι (P. 7.14) οὐδὲ κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον (P. 8.37) Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμε- νες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80) πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν (v. l. νίκας) (P. 9.125) τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν (N. 2.19) τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν (N. 9.55) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι πάτραν τ' εὐώνυμον ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.20) οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν (I. 2.13) ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκᾶν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν and a third among boys (I. 4.71) ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου (I. 6.60) φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου i. e. in the pankration (I. 7.22) κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα (I. 8.4) ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2. 45. pro pers., Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων (N. 5.42) χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας (I. 2.26), cf. (P. 9.125) supra.

Greek Monolingual

το (Μ νίκα)
1. σύνθημα τών στασιαστών κατά του αυτοκράτορα Ιουστινιανού το έτος 532 μ.Χ.
2. φρ. «στάση του νίκα» — η επανάσταση που εξερράγη το 532 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη κατά του αυτοκράτορα Ιουστινιανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της προστακτικής του ρ. νικώ].

Russian (Dvoretsky)

νίκα: ἡ дор. = νίκη I.