ἐπωνύμιος

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπωνῠμιος Medium diacritics: ἐπωνύμιος Low diacritics: επωνύμιος Capitals: ΕΠΩΝΥΜΙΟΣ
Transliteration A: epōnýmios Transliteration B: epōnymios Transliteration C: eponymios Beta Code: e)pwnu/mios

English (LSJ)

α, ον, poet. for ἐπώνυμος 1.3, called after or by the name of, τινος Pi.P.1.30, v.l. in Hdt.2.112; ἐπωνυμίαν χάριν νίκας Pi.O.10(11).78.

German (Pape)

[Seite 1016] α, ον, = ἐπώνυμος, Pind. Ol. 11, 81 P. 1, 30; Her. 2, 112.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ἐπώνυμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπωνύμιος: Pind., Her. = ἐπώνυμος I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωνύμιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (Ι. 3), κεκλημένος κατὰ τὸ ὄνομά τινος, τινὸς Πινδ. Π. 1. 58, Ἡρόδ. 2. 112· ἐπωνυμίαν χάριν νίκας Πινδ. Ο. 10 (11). 95· τὴν τῇδε ἐπωνυμίαν, τὸ ἐνταῦθα συνώνυμον, Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε.

English (Slater)

ἐπωνῠμῐος called by the name of c. gen. (ὄρος) τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα (i. e. Aitna, city and mountain) (P. 1.30) καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντάν (i. e. as a blessing with victory's name, = ἐπινίκιον ὕμνον) (O. 10.78)

Greek Monolingual

ἐπωνύμιος, -ία, -ον (Α) επώνυμος
επώνυμος, αυτός που πήρε το όνομα από κάτι («ἐπωνυμίαν χάριν νίκας», Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἐπωνύμιος: -α, -ον, ποιητ. αντί επομ., αυτός που πήρε το όνομά του από, τινος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπωνύμιος, η, ον poet. for ἐπώνῠμος]
called by the name of, τινός Hdt. [from ἐπώνῠμος]