ἐπωνύμιος
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
α, ον, poet. for ἐπώνυμος 1.3, called after or by the name of, τινος Pi.P.1.30, v.l. in Hdt.2.112; ἐπωνυμίαν χάριν νίκας Pi.O.10(11).78.
German (Pape)
[Seite 1016] α, ον, = ἐπώνυμος, Pind. Ol. 11, 81 P. 1, 30; Her. 2, 112.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. ἐπώνυμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωνύμιος: Pind., Her. = ἐπώνυμος I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωνύμιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. (Ι. 3), κεκλημένος κατὰ τὸ ὄνομά τινος, τινὸς Πινδ. Π. 1. 58, Ἡρόδ. 2. 112· ἐπωνυμίαν χάριν νίκας Πινδ. Ο. 10 (11). 95· τὴν τῇδε ἐπωνυμίαν, τὸ ἐνταῦθα συνώνυμον, Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε.
English (Slater)
ἐπωνῠμῐος called by the name of c. gen. (ὄρος) τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα (i. e. Aitna, city and mountain) (P. 1.30) καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντάν (i. e. as a blessing with victory's name, = ἐπινίκιον ὕμνον) (O. 10.78)
Greek Monolingual
ἐπωνύμιος, -ία, -ον (Α) επώνυμος
επώνυμος, αυτός που πήρε το όνομα από κάτι («ἐπωνυμίαν χάριν νίκας», Πίνδ.).
Greek Monotonic
ἐπωνύμιος: -α, -ον, ποιητ. αντί επομ., αυτός που πήρε το όνομά του από, τινος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐπωνύμιος, η, ον poet. for ἐπώνῠμος]
called by the name of, τινός Hdt. [from ἐπώνῠμος]