μυθολογεύω: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] eine Geschichte lang, ausführlich hererzählen, Od. 12, 450. 453, τί σοὶ τάδε [[μυθολογεύω]], Archestrat. bei Ath. VII, 278 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] eine Geschichte lang, ausführlich hererzählen, Od. 12, 450. 453, τί σοὶ τάδε [[μυθολογεύω]], Archestrat. bei Ath. VII, 278 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=raconter mot pour mot, en détail.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολόγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡθολογεύω''': διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τί τοι τάδε [[μυθολογεύω]]; Ὀδ. Μ. 450, 453· [[καθόλου]], διηγοῦμαι, Ψευδο-Φωκυλ. 24. | |lstext='''μῡθολογεύω''': διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τί τοι τάδε [[μυθολογεύω]]; Ὀδ. Μ. 450, 453· [[καθόλου]], διηγοῦμαι, Ψευδο-Φωκυλ. 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:00, 1 October 2022
English (LSJ)
tell word for word, τινί τι Od.12.450; εἰρημένα μ. ib.453: generally, relate, Ps.-Phoc.68, prob. rest. in Sapph.Supp. 7.4.
German (Pape)
[Seite 214] eine Geschichte lang, ausführlich hererzählen, Od. 12, 450. 453, τί σοὶ τάδε μυθολογεύω, Archestrat. bei Ath. VII, 278 b.
French (Bailly abrégé)
raconter mot pour mot, en détail.
Étymologie: μυθολόγος.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολογεύω: διηγοῦμαι λεπτομερῶς, τί τοι τάδε μυθολογεύω; Ὀδ. Μ. 450, 453· καθόλου, διηγοῦμαι, Ψευδο-Φωκυλ. 24.
Greek Monolingual
μυθολογεύω (Α)
1. διηγούμαι διεξοδικώς μια ιστορία
2. (γενικά) διηγούμαι, λέγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μυθολογώ < μυθολόγος + κατάλ. -εύω για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
μῡθολογεύω: μόνο σε ενεστ., αφηγούμαι λεπτομερώς, λέξη προς λέξη, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μῡθολογεύω: обстоятельно рассказывать (τί τινι Hom.).