μάρτυρος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0097.png Seite 97]] ὁ, altepisch = [[μάρτυς]], Zeuge, οἷσιν ἄρα Ζεὺς [[μάρτυρος]], Od. 16, 423, mit dem Nebenbegriffe des Beistandes u. Schutzes; im plur., ἐστὲ μάρτυροι, Il. 2, 302, öfter, θεοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται, 22, 255; vgl. Duentzer Zenodot. p. 52; der plur. steht auch Inscr. 1702 ff.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0097.png Seite 97]] ὁ, altepisch = [[μάρτυς]], Zeuge, οἷσιν ἄρα Ζεὺς [[μάρτυρος]], Od. 16, 423, mit dem Nebenbegriffe des Beistandes u. Schutzes; im plur., ἐστὲ μάρτυροι, Il. 2, 302, öfter, θεοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται, 22, 255; vgl. Duentzer Zenodot. p. 52; der plur. steht auch Inscr. 1702 ff.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />témoin, protecteur.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάρτυς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάρτῠρος''': ὁ, [[ἀρχαῖος]] Ἐπικ. [[τύπος]] ἀντὶ [[μάρτυρ]], [[μάρτυς]]· ἐστὲ μάρτυροι Ἰλ. Β. 302, κτλ.· καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702-7· - τὸ ἑνικ. μόνον ἐν Ὀδ. Π. 423, οἷσιν ἄρα [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[μάρτυρος]]. - Ὁ Ζηνόδοτ. ἀπέρριπτε τοῦτον τὸν τύπον.
|lstext='''μάρτῠρος''': ὁ, [[ἀρχαῖος]] Ἐπικ. [[τύπος]] ἀντὶ [[μάρτυρ]], [[μάρτυς]]· ἐστὲ μάρτυροι Ἰλ. Β. 302, κτλ.· καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702-7· - τὸ ἑνικ. μόνον ἐν Ὀδ. Π. 423, οἷσιν ἄρα [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[μάρτυρος]]. - Ὁ Ζηνόδοτ. ἀπέρριπτε τοῦτον τὸν τύπον.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />témoin, protecteur.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μάρτυς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρτῠρος Medium diacritics: μάρτυρος Low diacritics: μάρτυρος Capitals: ΜΑΡΤΥΡΟΣ
Transliteration A: mártyros Transliteration B: martyros Transliteration C: martyros Beta Code: ma/rturos

English (LSJ)

ὁ, Ep. form for μάρτυς, ἐστὲ μάρτυροι Il. 2.302, etc.; also in Central Greece, IG9(1).226 (Drymaea), 364 (Naupactus), GDI 1684, al. (Delph.), etc.: sg. once in Od., οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος 16.423, cf. PGen.54.6 (iv A.D.). (Zenod. rejected this form, but it is defended in Sch. Il.Oxy.1087.22.)

German (Pape)

[Seite 97] ὁ, altepisch = μάρτυς, Zeuge, οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος, Od. 16, 423, mit dem Nebenbegriffe des Beistandes u. Schutzes; im plur., ἐστὲ μάρτυροι, Il. 2, 302, öfter, θεοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται, 22, 255; vgl. Duentzer Zenodot. p. 52; der plur. steht auch Inscr. 1702 ff.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
témoin, protecteur.
Étymologie: cf. μάρτυς.

Greek (Liddell-Scott)

μάρτῠρος: ὁ, ἀρχαῖος Ἐπικ. τύπος ἀντὶ μάρτυρ, μάρτυς· ἐστὲ μάρτυροι Ἰλ. Β. 302, κτλ.· καὶ ἐν Δελφ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702-7· - τὸ ἑνικ. μόνον ἐν Ὀδ. Π. 423, οἷσιν ἄρα Ζεὺς μάρτυρος. - Ὁ Ζηνόδοτ. ἀπέρριπτε τοῦτον τὸν τύπον.

English (Autenrieth)

witness.

Greek Monolingual

(I)
μάρτυρος, ὁ (ΑM)
βλ. μάρτυρας.
(II)
ο
κοινή ονομασία του πτηνού τρίνγχη η κοινή.

Greek Monotonic

μάρτῠρος: ὁ, αρχ. Επικ. τύπος αντί μάρτυς, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μάρτῠρος: ὁ Hom. = μάρτυς.

Middle Liddell

[old Ep. form for μαρτυς, Hom.]