κατακονδυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] mit Fäusten, Ohrfeigen zerschlagen, ohrfeigen; κατακεκονδύλισται Aesch. 3, 212; Sp.; [[κατακονδύλιστος]], Erkl. von ἐπικοῤῥιστός, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] mit Fäusten, Ohrfeigen zerschlagen, ohrfeigen; κατακεκονδύλισται Aesch. 3, 212; Sp.; [[κατακονδύλιστος]], Erkl. von ἐπικοῤῥιστός, Hesych.
}}
{{bailly
|btext=abattre d'un coup de poing, frapper à coups de poing.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κονδυλίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακονδῠλίζω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[κονδυλίζω]], διὰ τῶν κονδύλων ἢ [[γρόνθων]] κτυπῶ, κονδύλοις [[καταβάλλω]], κατακεκονδύλισται, [[ὥστε]] ἔχειν τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τοῦ Μειδίου ἔτι φανερὰ Αἰσχίν. 84, 22.
|lstext='''κατακονδῠλίζω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[κονδυλίζω]], διὰ τῶν κονδύλων ἢ [[γρόνθων]] κτυπῶ, κονδύλοις [[καταβάλλω]], κατακεκονδύλισται, [[ὥστε]] ἔχειν τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τοῦ Μειδίου ἔτι φανερὰ Αἰσχίν. 84, 22.
}}
{{bailly
|btext=abattre d'un coup de poing, frapper à coups de poing.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κονδυλίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:28, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακονδῠλίζω Medium diacritics: κατακονδυλίζω Low diacritics: κατακονδυλίζω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΝΔΥΛΙΖΩ
Transliteration A: katakondylízō Transliteration B: katakondylizō Transliteration C: katakondylizo Beta Code: katakonduli/zw

English (LSJ)

strengthened for κονδυλίζω, Aeschin.3.212 (Pass.), LXXAm.5.11; ὄχλος -ισμένος τὴν ψυχήν Ph.1.387.

German (Pape)

[Seite 1355] mit Fäusten, Ohrfeigen zerschlagen, ohrfeigen; κατακεκονδύλισται Aesch. 3, 212; Sp.; κατακονδύλιστος, Erkl. von ἐπικοῤῥιστός, Hesych.

French (Bailly abrégé)

abattre d'un coup de poing, frapper à coups de poing.
Étymologie: κατά, κονδυλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακονδῠλίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ κονδυλίζω, διὰ τῶν κονδύλων ἢ γρόνθων κτυπῶ, κονδύλοις καταβάλλω, κατακεκονδύλισται, ὥστε ἔχειν τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τοῦ Μειδίου ἔτι φανερὰ Αἰσχίν. 84, 22.

Greek Monolingual

κατακονδυλίζω (Α)
1. χτυπώ κάποιον με γροθιές, γρονθοκοπώ
2. ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά («ὄχλος κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κονδυλίζω «γρονθοκοπώ» (< κόνδυλος)].

Greek Monotonic

κατακονδῠλίζω: (κόνδυλος), καταβάλλω με γροθιές, γρονθοκοπώ, ραπίζω, χαστουκίζω, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κατακονδῠλίζω: избивать ударами кулаков, pass. быть избиваемым до полусмерти Aeschin.

Middle Liddell

κόνδυλος
to buffet sharply, Aeschin.