νικητικός: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0256.png Seite 256]] zum Siege gehörig, siegreich, geeignet zu siegen; [[παρασκευή]], Xen. Mem. 3, 4, 11; [[ὑπόθεσις]] νικητικωτέρα ἐν τοῖς πολλοῖς, Pol. 26, 2, 4; Sp., τὸ νικητικώτατον Hermog. de inv. 3, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0256.png Seite 256]] zum Siege gehörig, siegreich, geeignet zu siegen; [[παρασκευή]], Xen. Mem. 3, 4, 11; [[ὑπόθεσις]] νικητικωτέρα ἐν τοῖς πολλοῖς, Pol. 26, 2, 4; Sp., τὸ νικητικώτατον Hermog. de inv. 3, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à vaincre <i>ou</i> à faire vaincre;<br /><i>Cp.</i> νικητικώτερος, <i>Sp.</i> νικητικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[νικάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νῑκητικός''': -ή, -όν, [[ὅστις]] πιθανὸν [[εἶναι]] νὰ νικήσῃ, ὁ ἄγων εἰς νίκην, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, Πολύβ. 26. 2, 4· [[ὅπλον]] ν. Ἐπιγραφ. τοῦ μαρμάρου τῆς Ροσέττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 39· τὸ νικητικώτατον, ὁ πιθανώτατος [[τρόπος]] [[ὅπως]] νικήσῃ τις, Πλουτ. Φιλοπ. καὶ Φλαμ. Σύγκρ. 2. ― Ἐπίρρ. νικητικῶς, Εὐστ. 1006. 38.
|lstext='''νῑκητικός''': -ή, -όν, [[ὅστις]] πιθανὸν [[εἶναι]] νὰ νικήσῃ, ὁ ἄγων εἰς νίκην, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, Πολύβ. 26. 2, 4· [[ὅπλον]] ν. Ἐπιγραφ. τοῦ μαρμάρου τῆς Ροσέττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 39· τὸ νικητικώτατον, ὁ πιθανώτατος [[τρόπος]] [[ὅπως]] νικήσῃ τις, Πλουτ. Φιλοπ. καὶ Φλαμ. Σύγκρ. 2. ― Ἐπίρρ. νικητικῶς, Εὐστ. 1006. 38.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à vaincre <i>ou</i> à faire vaincre;<br /><i>Cp.</i> νικητικώτερος, <i>Sp.</i> νικητικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[νικάω]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 23:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικητικός Medium diacritics: νικητικός Low diacritics: νικητικός Capitals: ΝΙΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nikētikós Transliteration B: nikētikos Transliteration C: nikitikos Beta Code: nikhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A likely to conquer, conducing to victory, X.Mem.3.4.11; ὑπόθεσις Plb.24.9.4 (Comp.); ὅπλον ν. OGI90.39 (Rosetta, ii B.C.); τὸ -ώτατον the most likely way to conquer, Plu.Comp. Phil.Flam.2. Adv. -κῶς Eust.1006.28. II Subst. νικητικόν, τό, charm for victory, especially in horse-racing, PMag.Lond.121.390, POxy. 1478.1 (iii/iv A.D.); ν. δικαστηρίων PMag.Osl.1.35: pl., PMag.Leid. W.8.29.

German (Pape)

[Seite 256] zum Siege gehörig, siegreich, geeignet zu siegen; παρασκευή, Xen. Mem. 3, 4, 11; ὑπόθεσις νικητικωτέρα ἐν τοῖς πολλοῖς, Pol. 26, 2, 4; Sp., τὸ νικητικώτατον Hermog. de inv. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à vaincre ou à faire vaincre;
Cp. νικητικώτερος, Sp. νικητικώτατος.
Étymologie: νικάω.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκητικός: -ή, -όν, ὅστις πιθανὸν εἶναι νὰ νικήσῃ, ὁ ἄγων εἰς νίκην, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, Πολύβ. 26. 2, 4· ὅπλον ν. Ἐπιγραφ. τοῦ μαρμάρου τῆς Ροσέττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 39· τὸ νικητικώτατον, ὁ πιθανώτατος τρόπος ὅπως νικήσῃ τις, Πλουτ. Φιλοπ. καὶ Φλαμ. Σύγκρ. 2. ― Ἐπίρρ. νικητικῶς, Εὐστ. 1006. 38.

Spanish

fórmula para ganar, práctica para conseguir la victoria

Greek Monolingual

νικητικός, -ή, -όν (ΑΜ) νικητής
αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.)
μσν.
αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν
η χαρά της νίκης
2. (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) τὸ νικητικώτατον
ο πιθανότερος τρόπος να νικήσει κάποιος.
επίρρ...
νικητικῶς (ΑΜ)
με νικηφόρο τρόπο, θριαμβευτικά («παρέστης τῷ Δεσπότῃ... νικητικῶς στεφανούμενος», Μηναί.).

Greek Monotonic

νῑκητικός: -ή, -όν (νικάω), αυτός που είναι πιθανόν να νικήσει, που οδηγεί προς τη νίκη, σε Ξεν.· τὸ νικητικώτατον, ο επικρατέστερος τρόπος για να νικήσει κάποιος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νῑκητικός: способствующий победе, обеспечивающий победу (παρασκευή Polyb.): τὸ νικητικώτατον Plut. лучший способ победить.

Middle Liddell

νῑκητικός, ή, όν νικάω
likely to conquer, conducing to victory, Xen.; τὸ νικητικώτατον the most likely way to conquer, Plut.