παμμάχος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui lutte contre tous <i>ou</i> sur tout.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μάχη]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παμμάχος''': [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = [[παγκρατιαστής]], ἕτοιμος πρὸς πᾶν [[εἶδος]] ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13. | |lstext='''παμμάχος''': [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = [[παγκρατιαστής]], ἕτοιμος πρὸς πᾶν [[εἶδος]] ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:45, 2 October 2022
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lutte contre tous ou sur tout.
Étymologie: πᾶν, μάχη.
Greek (Liddell-Scott)
παμμάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = παγκρατιαστής, ἕτοιμος πρὸς πᾶν εἶδος ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13.
Greek Monotonic
παμμάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· ιδίως = παγκρατιαστής, έτοιμος για κάθε είδους αναμέτρηση, σε Πλάτ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
παμμάχος: или πάμμᾰχος
1) готовый бороться со всяким, вступающий в бой с любым (θράσος Aesch.): κομιδῇ π. Plat. абсолютно всесторонний боец;
2) ожесточенный (ἀγών Plut.).
Middle Liddell
πᾰμ-μάχος, ον, μάχομαι
fighting with all, Aesch.: esp. = παγκρατιαστής, ready for every kind of contest, Plat., Theocr.